Όπως έχουμε πει κατ' επανάληψη σε τούτο το ιστολόγιο, το πρόβλημα του χρέους δεν αποτελεί γνώρισμα μόνο της Ελλάδας. Αφορά το σύνολο του λεγόμενου "αναπτυγμένου κόσμου", ανάμεσά τους δε και τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, εφ' όσον η διόγκωση του χρέους ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης δεν θα μπορούσε να παρακάμψει τα πλουσιώτερα κράτη.
Πριν λίγους μήνες, ο πρώτος αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Τζων Λίπσκι δήλωσε ότι εφέτος, για πρώτη φορά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μέσος όρος δημόσιου χρέους στον αναπτυγμένο κόσμο θα ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ. "Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της πρόσφατης κρίσης πρέπει να αντιμετωπιστούν πριν αρχίσουν να αποτελούν εμπόδιο στην ανάκαμψη και δημιουργήσουν νέους κινδύνους", τόνισε ο Λίπσκι.
Θυμίζω ότι με στοιχεία που έχουμε αναφέρει εδώ, το αμερικανικό δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 14 τρισ. δολλάρια, έχοντας αυξηθεί κατά 72% τα πέντε τελευταία χρόνια, ενώ το χρέος της Ιαπωνίας αναμένεται να διπλασιαστεί και να ξεπεράσει τα 5 τρισ. δολλάρια.
Η διαφορά μεταξύ των πλουσιώτερων και των φτωχότερων κρατών έγκειται στον τρόπο αντιμετώπισης του χρέους. Δηλαδή, χώρες με εξέχουσα θέση στο καπιταλιστικό σύστημα (όπως οι ΗΠΑ) έχουν την δυνατότητα να μετακυλίουν ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος στις ασθενέστερες τάξεις. Πάντως, το κοινό χαρακτηριστικό πλούσιων και φτωχών κρατών είναι η επίθεση κατά της εργατικής τάξης, κατά του εισοδήματος και των δικαιωμάτων της. Κι είναι γεγονός ότι το παραμύθι της ανταγωνιστικότητας, το οποίο ακούγεται και στις ΗΠΑ και στη Γερμανία και στην Ελλάδα, εξαντλείται στην μείωση του -μισθολογικού ή μη- κόστους εργασίας.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες πλουσιώτερες χώρες του κόσμου στο εξής: παρουσιάζουν υψηλότερη ανάπτυξη με πολύ λιγώτερες θέσεις εργασίας. Οι δυτικοτραφείς αναλυτές σπεύδουν να αποδώσουν αυτή την εξέλιξη στην παραγωγικότητα των αμερικανών εργαζομένων. Στην πραγματικότητα, όμως, οφείλεται στο ξεζούμισμα των εργαζομένων. Ένα ξεζούμισμα που γίνεται με την διαρκή υποτίμηση της εργατικής δύναμης, μέσω της συμπίεσης του κόστους εργασίας σε συνδυασμό με την κατάργηση σειράς δικαιωμάτων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Με άλλα λόγια, οι αμερικανικές επιχειρήσεις παράγουν και κερδίζουν σήμερα περισσότερα απ' ότι πριν την ύφεση. Σημειώθηκε μεν μια αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά πολύ λίγων σε σχέση με τις 7,5 εκατομμύρια θέσεις που χάθηκαν στη διάρκεια της ύφεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ευρώπη και την Ιαπωνία παρουσιάστηκε, στη διάρκεια της κρίσης, μείωση της παραγωγικότητας κατά 3,7% και 2,9% αντίστοιχα. Αντιθέτως, στις ΗΠΑ ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας διπλασιάστηκε στη διετία 2008-2009 και ξαναδιπλασιάστηκε και το 2010!
Το 2008, όταν άρχισε να βαθαίνει η ύφεση στις ΗΠΑ, οι κεφαλαιοκράτες αξιοποίησαν το -έντεχνα καλλιεργημένο- κλίμα πανικού και προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση κατά των εργαζομένων, με μαζικές απολύσεις στο όνομα της σωτηρίας των επιχειρήσεων και της χώρας. Το πρώτο τρίμηνο του 2009 είχαμε την κορύφωση αυτού του πογκρόμ με καταστροφή 2.340.000 θέσεων εργασίας! Στην συνέχεια, οι εργοδότες "ανακάλυψαν" ότι με λιγώτερο αλλά σκληρότερα εργαζόμενο προσωπικό μπορούσαν να βγάζουν περισσότερα κέρδη. Μέσα από τέτοιου είδους αύξηση της παραγωγικότητας φθάσαμε στο τρίτο τρίμηνο του 2010 στο να έχουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις κέρδη κατά 12% μεγαλύτερα σε σχέση με την έναρξη της ύφεσης.
Η εξήγηση του "αμερικανικού φαινομένου" δεν έχει καμμία σχέση με όσα υποστηρίζουν οι "αναλυτές" της κακιάς ώρας. Η εξήγηση βρίσκεται στην επίθεση κατά των μισθών, των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, των εργασιακών σχέσεων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων. Η Έρικα Γκρόσσεν, αντιπρόεδρος της FED, είναι σαφής: "Οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν περισσότερη βοήθεια στην αντιμετώπιση της κρίσης καθώς οι εργοδότες διευκολύνονται να καταργούν τις θέσεις σταθερής εργασίας στις επιχειρήσεις τους και δεν περιορίζονται από τις παραδοσιακές πρακτικές αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού ή τις συλλογικές συμβάσεις με τα συνδικάτα".
Αυτά, λοιπόν, με το περίφημο "αμερικανικό θαύμα", το οποίο πετυχαίνει ανάπτυξη με λιγώτερους -και χειρότερα αμειβόμενους- εργαζομένους. Κι αν επιμένετε να αναρωτιέστε για την πραγματική ρίζα του ζητήματος, ορίστε η απάντηση: λιγώτεροι από το 12% των αμερικανών εργαζομένων είναι οργανωμένοι σε συνδικάτα. Λιγώτεροι από 12%! Ποσοστό λίαν απογοητευτικό μεν, εξαιρετικά διδακτικό δε για όλους εμάς. Και ο νοών, νοήτω.
Πριν λίγους μήνες, ο πρώτος αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Τζων Λίπσκι δήλωσε ότι εφέτος, για πρώτη φορά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μέσος όρος δημόσιου χρέους στον αναπτυγμένο κόσμο θα ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ. "Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της πρόσφατης κρίσης πρέπει να αντιμετωπιστούν πριν αρχίσουν να αποτελούν εμπόδιο στην ανάκαμψη και δημιουργήσουν νέους κινδύνους", τόνισε ο Λίπσκι.
Θυμίζω ότι με στοιχεία που έχουμε αναφέρει εδώ, το αμερικανικό δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 14 τρισ. δολλάρια, έχοντας αυξηθεί κατά 72% τα πέντε τελευταία χρόνια, ενώ το χρέος της Ιαπωνίας αναμένεται να διπλασιαστεί και να ξεπεράσει τα 5 τρισ. δολλάρια.
Η διαφορά μεταξύ των πλουσιώτερων και των φτωχότερων κρατών έγκειται στον τρόπο αντιμετώπισης του χρέους. Δηλαδή, χώρες με εξέχουσα θέση στο καπιταλιστικό σύστημα (όπως οι ΗΠΑ) έχουν την δυνατότητα να μετακυλίουν ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος στις ασθενέστερες τάξεις. Πάντως, το κοινό χαρακτηριστικό πλούσιων και φτωχών κρατών είναι η επίθεση κατά της εργατικής τάξης, κατά του εισοδήματος και των δικαιωμάτων της. Κι είναι γεγονός ότι το παραμύθι της ανταγωνιστικότητας, το οποίο ακούγεται και στις ΗΠΑ και στη Γερμανία και στην Ελλάδα, εξαντλείται στην μείωση του -μισθολογικού ή μη- κόστους εργασίας.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες πλουσιώτερες χώρες του κόσμου στο εξής: παρουσιάζουν υψηλότερη ανάπτυξη με πολύ λιγώτερες θέσεις εργασίας. Οι δυτικοτραφείς αναλυτές σπεύδουν να αποδώσουν αυτή την εξέλιξη στην παραγωγικότητα των αμερικανών εργαζομένων. Στην πραγματικότητα, όμως, οφείλεται στο ξεζούμισμα των εργαζομένων. Ένα ξεζούμισμα που γίνεται με την διαρκή υποτίμηση της εργατικής δύναμης, μέσω της συμπίεσης του κόστους εργασίας σε συνδυασμό με την κατάργηση σειράς δικαιωμάτων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Με άλλα λόγια, οι αμερικανικές επιχειρήσεις παράγουν και κερδίζουν σήμερα περισσότερα απ' ότι πριν την ύφεση. Σημειώθηκε μεν μια αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά πολύ λίγων σε σχέση με τις 7,5 εκατομμύρια θέσεις που χάθηκαν στη διάρκεια της ύφεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ευρώπη και την Ιαπωνία παρουσιάστηκε, στη διάρκεια της κρίσης, μείωση της παραγωγικότητας κατά 3,7% και 2,9% αντίστοιχα. Αντιθέτως, στις ΗΠΑ ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας διπλασιάστηκε στη διετία 2008-2009 και ξαναδιπλασιάστηκε και το 2010!
Το 2008, όταν άρχισε να βαθαίνει η ύφεση στις ΗΠΑ, οι κεφαλαιοκράτες αξιοποίησαν το -έντεχνα καλλιεργημένο- κλίμα πανικού και προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση κατά των εργαζομένων, με μαζικές απολύσεις στο όνομα της σωτηρίας των επιχειρήσεων και της χώρας. Το πρώτο τρίμηνο του 2009 είχαμε την κορύφωση αυτού του πογκρόμ με καταστροφή 2.340.000 θέσεων εργασίας! Στην συνέχεια, οι εργοδότες "ανακάλυψαν" ότι με λιγώτερο αλλά σκληρότερα εργαζόμενο προσωπικό μπορούσαν να βγάζουν περισσότερα κέρδη. Μέσα από τέτοιου είδους αύξηση της παραγωγικότητας φθάσαμε στο τρίτο τρίμηνο του 2010 στο να έχουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις κέρδη κατά 12% μεγαλύτερα σε σχέση με την έναρξη της ύφεσης.
Η εξήγηση του "αμερικανικού φαινομένου" δεν έχει καμμία σχέση με όσα υποστηρίζουν οι "αναλυτές" της κακιάς ώρας. Η εξήγηση βρίσκεται στην επίθεση κατά των μισθών, των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, των εργασιακών σχέσεων και των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων. Η Έρικα Γκρόσσεν, αντιπρόεδρος της FED, είναι σαφής: "Οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν περισσότερη βοήθεια στην αντιμετώπιση της κρίσης καθώς οι εργοδότες διευκολύνονται να καταργούν τις θέσεις σταθερής εργασίας στις επιχειρήσεις τους και δεν περιορίζονται από τις παραδοσιακές πρακτικές αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού ή τις συλλογικές συμβάσεις με τα συνδικάτα".
Αυτά, λοιπόν, με το περίφημο "αμερικανικό θαύμα", το οποίο πετυχαίνει ανάπτυξη με λιγώτερους -και χειρότερα αμειβόμενους- εργαζομένους. Κι αν επιμένετε να αναρωτιέστε για την πραγματική ρίζα του ζητήματος, ορίστε η απάντηση: λιγώτεροι από το 12% των αμερικανών εργαζομένων είναι οργανωμένοι σε συνδικάτα. Λιγώτεροι από 12%! Ποσοστό λίαν απογοητευτικό μεν, εξαιρετικά διδακτικό δε για όλους εμάς. Και ο νοών, νοήτω.
1 σχόλιο:
οσο και να οργανωθουν οι αμερικανοι εργατες δε θα καταφερουν να συναγωνιστουν τους κινεζους
οι αγωνες και τα κινηματα ηταν μεθοδοι του προηγουμενου αιωνα
σημερα που το κεφαλαιο παει στο εξωτερικο η λυση ειναι εναλλακτικη παραγωγη πρωτοτυπου πλουτου
Δημοσίευση σχολίου