Για να συμπληρώσουμε όσα λέγαμε χτες, επιβάλλεται να ρίξουμε μια ματιά στις συνθήκες που υπεγράφησαν με το τέλος τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Συνηθίζουμε να μιλάμε κυρίως για την Συνθήκη των Βερσαλλιών, επειδή αυτή ήταν που ρύθμιζε τις τύχες τής Γερμανίας, ενώ είναι ευρύτατη η παραδοχή πως αυτή η συνθήκη περιείχε πολύ σκληρούς όρους. Όμως, η αλήθεια είναι πως την Συνθήκη των Βερσαλλιών ακολούθησαν άλλες τέσσερις συνθήκες (όλες υπογραμμένες σε κάποιο παρισινό προάστιο), οι οποίες περιείχαν πολύ σκληρότερους όρους για τους ηττημένους. Βεβαίως, μιλάμε για την Συνθήκη τού Αγίου Γερμανού (με την Αυστρία), του Τριανόν (με την Ουγγαρία), του Νεϊγύ (με την Βουλγαρία) και των Σεβρών (με την Τουρκία). Πρόκειται για συνθήκες-σφαγεία των ηττημένων συμμάχων τής Γερμανίας.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, μ' αυτές τις συνθήκες εξαφανίστηκαν οριστικά από τον χάρτη τρεις αυτοκρατορίες. Παράλληλα, έκαναν την εμφάνισή τους μια σειρά καινούργια κράτη, τα σύνορα των οποίων χαράχτηκαν εντελώς αυθαίρετα και δίχως να ληφθεί υπ' όψη η εθνοτική σύνθεση καθενός. Λες και οι νικητές το έκαναν επίτηδες, θέλοντας να ανάψουν εθνικιστικές φωτιές σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη από την επόμενη κιόλας μέρα. Και μάλιστα, εθνικιστικές φωτιές που θα υποδαυλίζονταν τόσο από την καταστροφή που άφηνε πίσω του ο πόλεμος όσο κι από την φτώχεια που θα ακολουθούσε.
Για να αποφύγουμε τις πολλές λεπτομέρειες, αξίζει να δώσουμε τον λόγο στον γνωστό μας οικονομολόγο Τζων Μαίυναρντ Κέυνς, ο οποίος συμμετείχε στην συνδιάσκεψη που διαμόρφωσε τις παραπάνω συνθήκες ως οικονομικός σύμβουλος της Βρεττανίας (τότε ήταν αναπληρωτής υπουργός οικονομικών). Το 1919, λίγο μετά την υπογραφή των συνθηκών, ο Κέυνς εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο "Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης" (εκδόσεις Παπαζήση, 2009), όπου γράφει μεταξύ άλλων:
"Το Συμβούλιο των Τεσσάρων δεν έδωσε καμμία σημασία σ΄ αυτά τα ζητήματα, καθώς άλλα είχαν στο νου τους: Ο Κλεμανσώ πώς να συντρίψει την οικονομική ζωή του εχθρού του, ο Λόυντ Τζωρτζ πώς να κλείσει μια συμφωνία για να επιστρέψει με κάτι που θα γινόταν αποδεκτό για μια εβδομάδα, ο Πρόεδρος πώς να μη κάνει τίποτε που δεν θα ήταν δίκαιο. Είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι τα θεμελιώδη προβλήματα μιας Ευρώπης που λιμοκτονούσε και διαλυόταν μπρος στα μάτια τους, ήταν το μόνο ζήτημα που δεν ήταν ικανό να διαγείρει το ενδιαφέρον των Τεσσάρων. Οι αποζημιώσεις ήταν η μόνη τους παρέκκλιση προ το χώρο της οικονομίας και τις προσέγγισαν σαν να ήταν πρόβλημα θεολογικό, πολιτικό, ψηφοθηρικό και, εν πάση περιπτώσει, από κάθε άλλη άποψη εκτός απ΄ αυτή που αφορούσε το οικονομικό μέλλον των Κρατών των οποίων το μέλλον διαχειρίζονταν (...) Οι άνθρωποι δεν είναι πάντοτε διατιθεμένοι να πεθάνουν ήσυχα. Διότι η λιμοκτονία, που σε ορισμένους φέρνει λήθαργο και την ανημπόρια της απόγνωσης, σε άτομα διαφορετικού ταμπεραμέντου προξενεί τη νευρική αστάθεια της υστερίας και τρελή απόγνωση. Κι αυτοί στην απελπισία τους μπορεί να ανατρέψουν τα υπολείμματα οργάνωσης και να καταποντίσουν τον ίδιο τον πολιτισμό στη προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν όπως μπορούν τις κυρίαρχες ανάγκες του ατόμου (...) Ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο δυστυχισμένος όσο τις περασμένες δύο-τρεις εβδομάδες· η Συνθήκη ειρήνης είνα παράλογη και ανεφάρμοστη και δεν θα φέρει παρά δυστυχία..."
Επειδή τούτα τα κείμενα έχουν στόχο την διερεύνηση της Συμφωνίας Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, ας περιοριστούμε στα βασικά σημεία τής Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία αφορούσε την Γερμανία ή, μάλλον, τσάκιζε την Γερμανία, εφ' όσον:
- Αλσατία και Λορραίνη (περ. 2.000.000 κάτοικοι) αποδίδονταν στην Γαλλία.
- Η επαρχία τού Βόρειου Σλέσινγκ (163.000 κάτοικοι) δινόταν στην Δανία.
- Οι -σχεδόν αμιγώς γερμανικές- επαρχίες Πόζεν (σημ. Πόζναν) και Δυτική Πρωσσία (πάνω από 4 εκατ. κάτοικοι) χαρίζονταν στο νεοδημιουργούμενο κράτος Πολωνία, ώστε αυτό να έχει διέξοδο στην Βόρεια Θάλασσα.
- Το ανατολικό τμήμα τής Άνω Σιλεσίας (965.000 κάτοικοι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία γερμανόφωνοι) δινόταν επίσης στην Πολωνία. Η υπόλοιπη Άνω Σιλεσία (450.000 κάτοικοι) περνούσε στην Τσεχοσλοβακία.
- Οι πόλεις Όυπεν και Μαλμεντύ, με την ευρύτερη περιοχή τους, περνούσαν στο Βέλγιο.
- Οι περιοχές τού Ζολντάου, της Βάρμιας και της Μασουρίας γίνονταν κι αυτές πολωνικά εδάφη.
- Η βόρεια Ανατολική Πρωσσία (Μέμελ, 150.000 κάτοικοι) τέθηκε υπό γαλλικό έλεγχο και αργότερα αποδόθηκε στην Λιθουανία, δίχως δημοψήφισμα.
- Η ανθρακοφόρα περιοχή τού Σάαρ αποδιδόταν για εκμετάλλευση στην Γαλλία, με τον όρο ότι σε 15 χρόνια θα γινόταν δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι κάτοικοι αν θέλουν να "κολλήσουν" με την Γαλλία ή με την Γερμανία.
- Το λιμάνι Ντάντσυχ (σημ. Γκντανσκ) θα αποτελούσε ανεξάρτητο έδαφος, υπό την επίβλεψη της Κοινωνίας των Εθνών.
- Όλες οι γερμανικές αποικίες χάνονταν: η Γερμανική Ανατολική Αφρική (Μπουρούντι, Ρουάντα, Τανγκανίκα) γινόταν βρεττανική, η Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική (σημ. Ναμίμπια) δινόταν στην Νότιο Αφρική, το Καμερούν και το Τόνγκο τα μοιράζονταν βρεττανοί και γάλλοι, η Γερμανική Σαμόα πήγαινε στην Νέα Ζηλανδία, η Γερμανική Νέα Γουινέα στην Αυστραλία και οι υπόλοιπες γερμανικές αποικίες του Ειρηνικού δίνονταν στην Ιαπωνία.
- Τα -πλουσιώτατα- εδάφη τής δυτικής όχθης του Ρήνου, της Κολωνίας, του Κόμπλεντζ και του Μάιντζ θα παρέμεναν υπο συμμαχική στρατιωτική κατοχή.
Κοντά σε όλα αυτά, η Γερμανία έχανε όλα τα εμπορικά της δικαιώματα με ξένες χώρες (Κίνα, Αίγυπτος, Μέση Ανατολή κλπ), αποδεχόταν την "πολεμική ενοχή" της, δήλωνε ότι ήταν η μόνη υπεύθυνη για τον πόλεμο και δεσμευόταν να καταβάλει όσες πολεμικές αποζημιώσεις τής επιδικάζονταν. Κι όλα αυτά ενώ η Συνθήκη τής αποστερούσε τις πιο πλουτοπαραγωγικές της περιοχές. Τα ίδια και χειρότερα πάθαιναν κι οι άλλοι χαμένοι τού πολέμου.
Θα έλεγε κανείς ότι οι σύμμαχοι έβγαλαν το μένος τους κατά των γερμανών και θά 'πρεπε να αισθάνονταν ευτυχείς. Δυστυχώς, όμως, σύντομα απεδείχθη ότι ο Κέυνς είχε δίκιο: με την Συνθήκη, η παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή έχανε ένα από τα σημαντικώτερα γρανάζια της (για παράδειγμα, η Γερμανία αποτελούσε προπολεμικά τον δεύτερο καλύτερο πελάτη τής Βρεττανίας) και άρχισε να ρετάρει. Δεν χρειάστηκε να περάσουν παρά μονάχα δέκα χρόνια για να μπουκώσει τελείως αυτή η μηχανή και να γνωρίσει ο πλανήτης την μεγαλύτερη οικονομική κρίση τού εικοστού αιώνα.
Παράλληλα, η Συνθήκη των Βερσαλλιών οδήγησε σε ανατροπή των ενδοκαπιταλιστικών ισορροπιών. Πάνω στο ξεσκισμένο κορμί της Γερμανίας, οι αντιθέσεις εντάθηκαν. Γάλλοι και Άγγλοι καταλάβαιναν ότι σύντομα οι ΗΠΑ θα διεκδικούσαν τον πρωτεύοντα ρόλο στο σύστημα ενώ η Σοβιετική Ένωση δεν θ' αργούσε να αναδειχτεί σε επικίνδυνο αντίπαλο μέσω της εξάπλωσης του κομμουνισμού. Το σύστημα αναζητούσε εναγωνίως νέο σημείο ισορροπίας.
Μπροστά σ' αυτά τα προβλήματα, ο καπιταλισμός δεν άργησε να επιλέξει διέξοδο: η Γερμανία έπρεπε να επανενταχθεί στο σύστημα. Κι αυτό φαινόταν πως θα μπορούσε να γίνει σχετικά εύκολα, μιας και η χώρα (όση είχε απομείνει, τέλος πάντων) δεν είχε γνωρίσει την ισοπέδωση του πολέμου και οι υποδομές της ήσαν αλώβητες: η Γερμανία συνθηκολόγησε δίχως να πατήσει στα εδάφη της εχθρικός στρατός.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, μ' αυτές τις συνθήκες εξαφανίστηκαν οριστικά από τον χάρτη τρεις αυτοκρατορίες. Παράλληλα, έκαναν την εμφάνισή τους μια σειρά καινούργια κράτη, τα σύνορα των οποίων χαράχτηκαν εντελώς αυθαίρετα και δίχως να ληφθεί υπ' όψη η εθνοτική σύνθεση καθενός. Λες και οι νικητές το έκαναν επίτηδες, θέλοντας να ανάψουν εθνικιστικές φωτιές σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη από την επόμενη κιόλας μέρα. Και μάλιστα, εθνικιστικές φωτιές που θα υποδαυλίζονταν τόσο από την καταστροφή που άφηνε πίσω του ο πόλεμος όσο κι από την φτώχεια που θα ακολουθούσε.
Για να αποφύγουμε τις πολλές λεπτομέρειες, αξίζει να δώσουμε τον λόγο στον γνωστό μας οικονομολόγο Τζων Μαίυναρντ Κέυνς, ο οποίος συμμετείχε στην συνδιάσκεψη που διαμόρφωσε τις παραπάνω συνθήκες ως οικονομικός σύμβουλος της Βρεττανίας (τότε ήταν αναπληρωτής υπουργός οικονομικών). Το 1919, λίγο μετά την υπογραφή των συνθηκών, ο Κέυνς εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο "Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης" (εκδόσεις Παπαζήση, 2009), όπου γράφει μεταξύ άλλων:
"Το Συμβούλιο των Τεσσάρων δεν έδωσε καμμία σημασία σ΄ αυτά τα ζητήματα, καθώς άλλα είχαν στο νου τους: Ο Κλεμανσώ πώς να συντρίψει την οικονομική ζωή του εχθρού του, ο Λόυντ Τζωρτζ πώς να κλείσει μια συμφωνία για να επιστρέψει με κάτι που θα γινόταν αποδεκτό για μια εβδομάδα, ο Πρόεδρος πώς να μη κάνει τίποτε που δεν θα ήταν δίκαιο. Είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι τα θεμελιώδη προβλήματα μιας Ευρώπης που λιμοκτονούσε και διαλυόταν μπρος στα μάτια τους, ήταν το μόνο ζήτημα που δεν ήταν ικανό να διαγείρει το ενδιαφέρον των Τεσσάρων. Οι αποζημιώσεις ήταν η μόνη τους παρέκκλιση προ το χώρο της οικονομίας και τις προσέγγισαν σαν να ήταν πρόβλημα θεολογικό, πολιτικό, ψηφοθηρικό και, εν πάση περιπτώσει, από κάθε άλλη άποψη εκτός απ΄ αυτή που αφορούσε το οικονομικό μέλλον των Κρατών των οποίων το μέλλον διαχειρίζονταν (...) Οι άνθρωποι δεν είναι πάντοτε διατιθεμένοι να πεθάνουν ήσυχα. Διότι η λιμοκτονία, που σε ορισμένους φέρνει λήθαργο και την ανημπόρια της απόγνωσης, σε άτομα διαφορετικού ταμπεραμέντου προξενεί τη νευρική αστάθεια της υστερίας και τρελή απόγνωση. Κι αυτοί στην απελπισία τους μπορεί να ανατρέψουν τα υπολείμματα οργάνωσης και να καταποντίσουν τον ίδιο τον πολιτισμό στη προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν όπως μπορούν τις κυρίαρχες ανάγκες του ατόμου (...) Ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο δυστυχισμένος όσο τις περασμένες δύο-τρεις εβδομάδες· η Συνθήκη ειρήνης είνα παράλογη και ανεφάρμοστη και δεν θα φέρει παρά δυστυχία..."
Επειδή τούτα τα κείμενα έχουν στόχο την διερεύνηση της Συμφωνίας Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, ας περιοριστούμε στα βασικά σημεία τής Συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία αφορούσε την Γερμανία ή, μάλλον, τσάκιζε την Γερμανία, εφ' όσον:
- Αλσατία και Λορραίνη (περ. 2.000.000 κάτοικοι) αποδίδονταν στην Γαλλία.
- Η επαρχία τού Βόρειου Σλέσινγκ (163.000 κάτοικοι) δινόταν στην Δανία.
- Οι -σχεδόν αμιγώς γερμανικές- επαρχίες Πόζεν (σημ. Πόζναν) και Δυτική Πρωσσία (πάνω από 4 εκατ. κάτοικοι) χαρίζονταν στο νεοδημιουργούμενο κράτος Πολωνία, ώστε αυτό να έχει διέξοδο στην Βόρεια Θάλασσα.
- Το ανατολικό τμήμα τής Άνω Σιλεσίας (965.000 κάτοικοι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία γερμανόφωνοι) δινόταν επίσης στην Πολωνία. Η υπόλοιπη Άνω Σιλεσία (450.000 κάτοικοι) περνούσε στην Τσεχοσλοβακία.
- Οι πόλεις Όυπεν και Μαλμεντύ, με την ευρύτερη περιοχή τους, περνούσαν στο Βέλγιο.
- Οι περιοχές τού Ζολντάου, της Βάρμιας και της Μασουρίας γίνονταν κι αυτές πολωνικά εδάφη.
- Η βόρεια Ανατολική Πρωσσία (Μέμελ, 150.000 κάτοικοι) τέθηκε υπό γαλλικό έλεγχο και αργότερα αποδόθηκε στην Λιθουανία, δίχως δημοψήφισμα.
- Η ανθρακοφόρα περιοχή τού Σάαρ αποδιδόταν για εκμετάλλευση στην Γαλλία, με τον όρο ότι σε 15 χρόνια θα γινόταν δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι κάτοικοι αν θέλουν να "κολλήσουν" με την Γαλλία ή με την Γερμανία.
- Το λιμάνι Ντάντσυχ (σημ. Γκντανσκ) θα αποτελούσε ανεξάρτητο έδαφος, υπό την επίβλεψη της Κοινωνίας των Εθνών.
- Όλες οι γερμανικές αποικίες χάνονταν: η Γερμανική Ανατολική Αφρική (Μπουρούντι, Ρουάντα, Τανγκανίκα) γινόταν βρεττανική, η Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική (σημ. Ναμίμπια) δινόταν στην Νότιο Αφρική, το Καμερούν και το Τόνγκο τα μοιράζονταν βρεττανοί και γάλλοι, η Γερμανική Σαμόα πήγαινε στην Νέα Ζηλανδία, η Γερμανική Νέα Γουινέα στην Αυστραλία και οι υπόλοιπες γερμανικές αποικίες του Ειρηνικού δίνονταν στην Ιαπωνία.
- Τα -πλουσιώτατα- εδάφη τής δυτικής όχθης του Ρήνου, της Κολωνίας, του Κόμπλεντζ και του Μάιντζ θα παρέμεναν υπο συμμαχική στρατιωτική κατοχή.
Κοντά σε όλα αυτά, η Γερμανία έχανε όλα τα εμπορικά της δικαιώματα με ξένες χώρες (Κίνα, Αίγυπτος, Μέση Ανατολή κλπ), αποδεχόταν την "πολεμική ενοχή" της, δήλωνε ότι ήταν η μόνη υπεύθυνη για τον πόλεμο και δεσμευόταν να καταβάλει όσες πολεμικές αποζημιώσεις τής επιδικάζονταν. Κι όλα αυτά ενώ η Συνθήκη τής αποστερούσε τις πιο πλουτοπαραγωγικές της περιοχές. Τα ίδια και χειρότερα πάθαιναν κι οι άλλοι χαμένοι τού πολέμου.
Θα έλεγε κανείς ότι οι σύμμαχοι έβγαλαν το μένος τους κατά των γερμανών και θά 'πρεπε να αισθάνονταν ευτυχείς. Δυστυχώς, όμως, σύντομα απεδείχθη ότι ο Κέυνς είχε δίκιο: με την Συνθήκη, η παγκόσμια καπιταλιστική μηχανή έχανε ένα από τα σημαντικώτερα γρανάζια της (για παράδειγμα, η Γερμανία αποτελούσε προπολεμικά τον δεύτερο καλύτερο πελάτη τής Βρεττανίας) και άρχισε να ρετάρει. Δεν χρειάστηκε να περάσουν παρά μονάχα δέκα χρόνια για να μπουκώσει τελείως αυτή η μηχανή και να γνωρίσει ο πλανήτης την μεγαλύτερη οικονομική κρίση τού εικοστού αιώνα.
Παράλληλα, η Συνθήκη των Βερσαλλιών οδήγησε σε ανατροπή των ενδοκαπιταλιστικών ισορροπιών. Πάνω στο ξεσκισμένο κορμί της Γερμανίας, οι αντιθέσεις εντάθηκαν. Γάλλοι και Άγγλοι καταλάβαιναν ότι σύντομα οι ΗΠΑ θα διεκδικούσαν τον πρωτεύοντα ρόλο στο σύστημα ενώ η Σοβιετική Ένωση δεν θ' αργούσε να αναδειχτεί σε επικίνδυνο αντίπαλο μέσω της εξάπλωσης του κομμουνισμού. Το σύστημα αναζητούσε εναγωνίως νέο σημείο ισορροπίας.
Μπροστά σ' αυτά τα προβλήματα, ο καπιταλισμός δεν άργησε να επιλέξει διέξοδο: η Γερμανία έπρεπε να επανενταχθεί στο σύστημα. Κι αυτό φαινόταν πως θα μπορούσε να γίνει σχετικά εύκολα, μιας και η χώρα (όση είχε απομείνει, τέλος πάντων) δεν είχε γνωρίσει την ισοπέδωση του πολέμου και οι υποδομές της ήσαν αλώβητες: η Γερμανία συνθηκολόγησε δίχως να πατήσει στα εδάφη της εχθρικός στρατός.
Η παράθεση του Κέυνς, ήταν πολύ εύστοχη και το κείμενο εξαιρετικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναμένω τη συνέχεια.