Έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του με την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, στις 27 Μαΐου 2002 ο Λουκάς Παπαδήμος παραιτείται από την Τράπεζα της Ελλάδος και διορίζεται αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία προεδρεύει ο πρώην διοικητής τής ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Βιμ Ντούισενμπεργκ. Στην θέση του προωθείται ο μέχρι τότε Α' αντιπρόεδρος Νίκος Γκαργκάνας. Αν μη τι άλλο, στην διοίκηση της ΤτΕ ξαναβρίσκεται κάποιος που έχει σπουδάσει οικονομικά (ο Παπαδήμος είχε σπουδάσει φυσική στο ΜΙΤ με μεταπτυχιακές σπουδές ως ηλεκτρολόγος μηχανικός ενώ ο Μπούτος ήταν πτυχιούχος Νομικής).
Ο Γκαργκάνας συνέχισε και καθιέρωσε την στρατηγική που είχε εισαγάγει ο προκάτοχός του, σύμφωνα με την οποία ο διοικητής της ΤτΕ δρα ως επιτετραμμένος των Βρυξελλών. Στην πρώτη έκθεσή του, τον Απρίλιο του 2003, ο Γκαργκάνας σημειώνει την εντυπωσιακή άνοδο του ΑΕΠ κατά 4% παρά την αρνητική διεθνή συγκυρία, αποδίδοντάς την στον υψηλό βαθμό σταθερότητας και αξιοπιστίας λόγω συμμετοχής στην ΟΝΕ αλλά ξεχνάει να σημειώσει την συμβολή των ολυμπιακών αγώνων σ' αυτή την άνοδο. Παρά την άνοδο του ΑΕΠ, όμως, ο διοικητής παρατηρεί ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν λέει με τίποτε να πέσει κάτω από 6% ενώ η ανεργία αρνείται πεισματικά να υποχωρήσει. Έτσι, επαναλαμβάνει τις γνωστές παραινέσεις για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και για δημοσιονομική προσαρμογή, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτίμηση που κάνει ο διοικητής της ΤτΕ για τον δανεισμό των νοικοκυριών. Σύμφωνα με την έκθεση, η μείωση των επιτοκίων συνέτεινε στην αύξηση αυτού του δανεισμού. Έτσι, κατά το 2002 οι χορηγήσεις προς τα νοικοκυριά έφτασαν το 61,4% της συνολικής πιστωτικής επέκτασης, έναντι 46,7% του 2001 και 34,7% του 2000. Όμως, ο Γκαργκάνας δεν βλέπει τίποτε κακό σ' αυτό, διότι το συνολικό ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες ανέρχεται σε 22,3% έναντι 47% της ευρωζώνης. Σημειωτέον ότι η ΤτΕ είχε αναθέσει σε ιδιωτική εταιρεία σχετική δειγματοληπτική έρευνα, σύμφωνα με την οποία το μεγαλύτερο τμήμα των οφειλετών ήταν οικογένειες με περιουσία και υψηλά εισοδήματα. Κανείς δεν διαβλέπει κίνδυνο από το ότι η πολιτική του εύκολου δανεισμού αλλάζει την παλιά συνήθεια των ελλήνων να απλώνουν τα πόδια τους μέχρις εκεί όπου φτάνει το πάπλωμα.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ο διοικητής της ΤτΕ θίγει το θέμα του ασφαλιστικού συνιστώντας την επιτάχυνση των διαδικασιών για δημιουργία ενός συστήματος τριών πυλώνων. Προαναγγέλλει, δηλαδή, τα μέτρα που 10-12 χρόνια αργότερα υποτίθεται πως μας τα επιβάλλει η αναλγησία των πιστωτών μας. Σύμφωνα με τον Γκαργκάνα, το σύστημα των τριών πυλώνων "(α) θα έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες στους εργαζομένους να επιλέξουν τη μορφή της ασφαλιστικής κάλυψης που επιθυμούσαν, (β) θα οδηγούσε σε μείωση των υποχρεωτικών ασφαλιστικών εισφορών και των δημόσιων δαπανών για συντάξεις και (γ) θα ενίσχυε την ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος". Αν κάτι σας θυμίζουν όλα αυτά, είναι επειδή τα ακούσατε τώρα τελευταία από τον Γιώργο Κατρούγκαλο.
Ο Νίκος Γκαργκάνας επανέλαβε τα ίδια και στην επόμενη έκθεσή του, για το 2003: πάλι τι καλά που περνάμε με το ευρώ, πάλι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, πάλι η ανεργία, πάλι η ανάγκη για προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις προς αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Μόνο που τούτη την φορά ο διοικητής παρατηρεί χειροτέρευση των δημοσιονομικών μεγεθών, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού να πλησιάζει το όριο του 3% και με το δημόσιο χρέος να μη πέφτει κάτω από το 100% του ΑΕΠ.
Ας αφήσουμε κατά μέρος το παραμύθι περί ελλείμματος 3% (ας είναι καλά η ΕλΣτατ). Με το χρέος, όμως, τί συμβαίνει; Πάνω από 100% το 1997, πάνω από 100% και το 2003; Μόνο την περίοδο που ήταν να μπούμε στο ευρώ έπεσε σε αποδεκτά επίπεδα; Ποτέ δεν πήραμε μια πειστική εξήγηση αυτού του παραδόξου φαινομένου.
Είναι σαφές ότι με την έκθεσή του ο Γκαργκάνας επιχειρεί να υποδείξει στην νέα κυβέρνηση την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει. Άλλωστε, οι προτάσεις του είναι πεντακάθαρες: (α) προώθηση μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση μιας πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας, καθώς και ενεργητικές πολιτικές για την απασχόληση έτσι ώστε να συνδυάζονται η ευελιξία στην απασχόληση και η ασφάλεια για τους εργαζομένους και να ενθαρρύνονται τόσο η ζήτηση όσο και η προσφορά εργασίας, (β) ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, με έμφαση στην έρευνα και την ανάπτυξη, καθώς και την κυοφορία καινοτόμων ιδεών, (γ) επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, (δ) άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων και ενίσχυση του ρόλου της επιτροπής ανταγωνισμού, (ε) αναβάθμιση της εκπαίδευσης (στ) εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, (ζ) δημοσιονομική εξυγίανση, σε συνάρτηση με την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης, (η) σταθερότητα των τιμών, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους. "Οι μεταρρυθμίσεις όμως είναι αναγκαίες για ταχεία και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη (...) Στην αντίθετη περίπτωση, το τίμημα της αδράνειας θα ήταν βαρύ", συμπληρώνει ο διοικητής.
Κάπως έτσι περάσαμε από την εποχή Κώστα Σημίτη στην εποχή Κώστα Καραμανλή αφού στις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004 το ΠαΣοΚ έχασε την εξουσία από την Νέα Δημοκρατία. Η περίοδος μιας "σεμνής και ταπεινής" διακυβέρνησης μόλις άρχιζε.
Ο Γκαργκάνας συνέχισε και καθιέρωσε την στρατηγική που είχε εισαγάγει ο προκάτοχός του, σύμφωνα με την οποία ο διοικητής της ΤτΕ δρα ως επιτετραμμένος των Βρυξελλών. Στην πρώτη έκθεσή του, τον Απρίλιο του 2003, ο Γκαργκάνας σημειώνει την εντυπωσιακή άνοδο του ΑΕΠ κατά 4% παρά την αρνητική διεθνή συγκυρία, αποδίδοντάς την στον υψηλό βαθμό σταθερότητας και αξιοπιστίας λόγω συμμετοχής στην ΟΝΕ αλλά ξεχνάει να σημειώσει την συμβολή των ολυμπιακών αγώνων σ' αυτή την άνοδο. Παρά την άνοδο του ΑΕΠ, όμως, ο διοικητής παρατηρεί ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν λέει με τίποτε να πέσει κάτω από 6% ενώ η ανεργία αρνείται πεισματικά να υποχωρήσει. Έτσι, επαναλαμβάνει τις γνωστές παραινέσεις για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και για δημοσιονομική προσαρμογή, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτίμηση που κάνει ο διοικητής της ΤτΕ για τον δανεισμό των νοικοκυριών. Σύμφωνα με την έκθεση, η μείωση των επιτοκίων συνέτεινε στην αύξηση αυτού του δανεισμού. Έτσι, κατά το 2002 οι χορηγήσεις προς τα νοικοκυριά έφτασαν το 61,4% της συνολικής πιστωτικής επέκτασης, έναντι 46,7% του 2001 και 34,7% του 2000. Όμως, ο Γκαργκάνας δεν βλέπει τίποτε κακό σ' αυτό, διότι το συνολικό ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες ανέρχεται σε 22,3% έναντι 47% της ευρωζώνης. Σημειωτέον ότι η ΤτΕ είχε αναθέσει σε ιδιωτική εταιρεία σχετική δειγματοληπτική έρευνα, σύμφωνα με την οποία το μεγαλύτερο τμήμα των οφειλετών ήταν οικογένειες με περιουσία και υψηλά εισοδήματα. Κανείς δεν διαβλέπει κίνδυνο από το ότι η πολιτική του εύκολου δανεισμού αλλάζει την παλιά συνήθεια των ελλήνων να απλώνουν τα πόδια τους μέχρις εκεί όπου φτάνει το πάπλωμα.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ο διοικητής της ΤτΕ θίγει το θέμα του ασφαλιστικού συνιστώντας την επιτάχυνση των διαδικασιών για δημιουργία ενός συστήματος τριών πυλώνων. Προαναγγέλλει, δηλαδή, τα μέτρα που 10-12 χρόνια αργότερα υποτίθεται πως μας τα επιβάλλει η αναλγησία των πιστωτών μας. Σύμφωνα με τον Γκαργκάνα, το σύστημα των τριών πυλώνων "(α) θα έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες στους εργαζομένους να επιλέξουν τη μορφή της ασφαλιστικής κάλυψης που επιθυμούσαν, (β) θα οδηγούσε σε μείωση των υποχρεωτικών ασφαλιστικών εισφορών και των δημόσιων δαπανών για συντάξεις και (γ) θα ενίσχυε την ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος". Αν κάτι σας θυμίζουν όλα αυτά, είναι επειδή τα ακούσατε τώρα τελευταία από τον Γιώργο Κατρούγκαλο.
Ο Νίκος Γκαργκάνας επανέλαβε τα ίδια και στην επόμενη έκθεσή του, για το 2003: πάλι τι καλά που περνάμε με το ευρώ, πάλι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, πάλι η ανεργία, πάλι η ανάγκη για προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις προς αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Μόνο που τούτη την φορά ο διοικητής παρατηρεί χειροτέρευση των δημοσιονομικών μεγεθών, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού να πλησιάζει το όριο του 3% και με το δημόσιο χρέος να μη πέφτει κάτω από το 100% του ΑΕΠ.
Ας αφήσουμε κατά μέρος το παραμύθι περί ελλείμματος 3% (ας είναι καλά η ΕλΣτατ). Με το χρέος, όμως, τί συμβαίνει; Πάνω από 100% το 1997, πάνω από 100% και το 2003; Μόνο την περίοδο που ήταν να μπούμε στο ευρώ έπεσε σε αποδεκτά επίπεδα; Ποτέ δεν πήραμε μια πειστική εξήγηση αυτού του παραδόξου φαινομένου.
Είναι σαφές ότι με την έκθεσή του ο Γκαργκάνας επιχειρεί να υποδείξει στην νέα κυβέρνηση την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει. Άλλωστε, οι προτάσεις του είναι πεντακάθαρες: (α) προώθηση μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση μιας πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας, καθώς και ενεργητικές πολιτικές για την απασχόληση έτσι ώστε να συνδυάζονται η ευελιξία στην απασχόληση και η ασφάλεια για τους εργαζομένους και να ενθαρρύνονται τόσο η ζήτηση όσο και η προσφορά εργασίας, (β) ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, με έμφαση στην έρευνα και την ανάπτυξη, καθώς και την κυοφορία καινοτόμων ιδεών, (γ) επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, (δ) άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων και ενίσχυση του ρόλου της επιτροπής ανταγωνισμού, (ε) αναβάθμιση της εκπαίδευσης (στ) εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, (ζ) δημοσιονομική εξυγίανση, σε συνάρτηση με την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης, (η) σταθερότητα των τιμών, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους. "Οι μεταρρυθμίσεις όμως είναι αναγκαίες για ταχεία και διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη (...) Στην αντίθετη περίπτωση, το τίμημα της αδράνειας θα ήταν βαρύ", συμπληρώνει ο διοικητής.
Κάπως έτσι περάσαμε από την εποχή Κώστα Σημίτη στην εποχή Κώστα Καραμανλή αφού στις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004 το ΠαΣοΚ έχασε την εξουσία από την Νέα Δημοκρατία. Η περίοδος μιας "σεμνής και ταπεινής" διακυβέρνησης μόλις άρχιζε.
http://dangerfew.blogspot.gr/2012/01/blog-post_11.html lol
ΑπάντησηΔιαγραφή