Στις 2 Νοεμβρίου 1975, στα 83 του πια, ο Φρανθίσκο Παουλίνο Ερμενεχίλντο Τεόδουλο Φράνκο Βααμόντε μπαίνει εσπευσμένα σε νοσοκομείο της Μαδρίτης. Ο στρατάρχης Φρανθίσκο Φράνκο (όπως έγινε γνωστός ο επί τέσσερις δεκαετίες δικτάτορας της Ισπανίας) είχε ήδη σοβαρά προβλήματα υγείας αλλά τώρα πλέον κρατιέται στην ζωή μόνο με μηχανική υποστήριξη. Δεκαεφτά μέρες αργότερα, η κόρη του Νενούκα αποφασίζει την διακοπή τής μηχανικής υποστήριξης. Έτσι, στις 11.15' το πρωί της 19ης Νοεμβρίου 1975 ο Χενεραλίσσιμο φεύγει από τον μάταιο αυτόν κόσμο.
Μια από εκείνες τις τελευταίες μέρες της ζωής του, η σύζυγός του Δόνια Κάρμεν Πόλο άνοιξε το παράθυρο του δωματίου και είπε στον ετοιμοθάνατο Φράνκο, για να του τονώσει το ηθικό: "Έχει μαζευτεί πολύς κόσμος έξω". Ο Φράνκο την κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα κι εκείνη συμπλήρωσε: "Ήρθαν για να σε αποχαιρετήσουν". Και τότε, ο πρώην δικτάτορας, χαμένος στην άνοιά του, ρώτησε με έκδηλη απορία: "Γιατί; Πού πάνε;". Λέγεται πως αυτά ήσαν τα τελευταία λόγια που βγήκαν από τα χείλη του. (*)
Η παραπάνω γκροτέσκα σκηνή έχει έρθει αρκετές φορές στο μυαλό μου τον τελευταίο μήνα, καθώς βλέπω και ακούω τους αρχηγούς όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων (πλην του γνωστού ξύλινου και κολλημένου Κουτσούμπα) αλλά και πολλών εξωκοινοβουλευτικών να μιλάνε, προσπαθώντας να πείσουν τον λαό για την ορθότητα των επιλογών τους, όποιες κι αν είναι αυτές. Οι άνθρωποι έχουν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και βρίσκονται στα πρόθυρα κώματος αλλά το μυαλό τους αρνείται να δεχτεί το ότι το μέλλον τους είναι ανύπαρκτο. Από τον Αλέξη και τον Πάνο μέχρι τον Βαγγέλη, την Φώφη και τον Σταύρο (τους οποίους, φυσικά, συνεπικουρούν τα ήδη ξωφλημένα πρώην συνεταιράκια, ο Αντώνης με τον άλλο τον Βαγγέλη), όλοι μιλούν και φέρονται σαν να βρίσκονται στο κέντρο των εξελίξεων, σαν να είναι οι μόνοι που παραμένουν ακλόνητοι στις θέσεις τους ενώ όλοι οι άλλοι φεύγουν.
Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας δεν διαφέρει ριζικά από το πολιτικό πρόβλημα που έχουν όλες οι δημοκρατικές χώρες τού σύγχρονου κόσμου και το οποίο λέγεται έλλειμμα δημοκρατίας. Αυτό το εμφανές έλλειμμα δεν δημιουργήθηκε στην πορεία, ως μια καρκινογενής λειτουργία του συστήματος, αλλά αποτελεί βασικό συστατικό της σχεδίασης των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων. Όπως κατέδειξαν ο Μαρξ με τον Ένγκελς, αυτό το έλλειμμα δημοκρατίας αποτελούσε επιμελώς σχεδιασμένο χαρακτηριστικό των δημοκρατικών πολιτευμάτων ήδη από τον 18ο αιώνα.
Στα τέλη τού 18ου αιώνα, ο τότε υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Αλεξάντερ Χάμιλτον, απηυδισμένος από την αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων των πολιτειών και την αντίθεσή του προς τις αποφάσεις των πολιτειακών οργάνων, διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι η μόνη τάξη που μπορεί να εκπροσωπήσει επάξια ολόκληρη την κοινωνία είναι οι έμποροι, λόγω των εμπειριών και των δεξιοτήτων που αποκτούν με την δουλειά τους. Σήμερα, ο αφορισμός τού Χάμιλτον δείχνει να έχει γίνει αποδεκτός σε ολόκληρο τον κόσμο, με μια μικρή διαφορά. Από το σύνολο των εμπόρων, έχει επιλεγεί να κουμαντάρει τις τύχες της ανθρωπότητας ένα ελάχιστο τμήμα της, το οποίο κυριαρχεί σε ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο: οι έμποροι του χρήματος.
Ίσως κάτι τέτοιο να ακούγεται τραβηγμένο αλλά δεν είναι. Αρκεί να αναλογιστούμε με πόση επιμονή η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών από τις κατά τόπους εθνικές κυβερνήσεις. Το βασικό επιχείρημα υπέρ αυτής της ανεξαρτησίας είναι ότι η οποιαδήποτε εμπλοκή των πολιτικών στον χρηματοοικονομικό τομέα θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα. Με άλλα λόγια, η πολιτική εξουσία καλεί την δημοκρατία να παραιτηθεί από το δικαίωμά της να ελέγχει την ροή τού χρήματος. Ποιός θα ελέγχει αυτή την ροή; Οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες. Και ποιος θα ελέγχει αυτές τις τράπεζες; Φυσικά, οι τραπεζίτες! Και κάπως έτσι εμφανίζεται το φαινόμενο οι περισσότερες τράπεζες να είναι κατ' ουσία πτωχευμένες αλλά, με την αμέριστη συμπαράσταση των κεντρικών τραπεζών, να εξακολουθούν να απομυζούν κεφάλαια, τα οποία στερούνται οι πραγματικοί παραγωγοί πλούτου (επιχειρήσεις και εργαζόμενοι).
Από την δεκαετία του 1980, με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού (η οποία επιταχύνθηκε μετά την οπισθοχώρηση του σοσιαλισμού), παρατηρείται το φαινόμενο της υπερτίμησης της οικονομίας εις βάρος της πολιτικής. Όσο άνθιζαν τα χρηματιστήρια, όσο γιγαντώνονταν οι τράπεζες, όσο ξεφύτρωναν επενδυτικές και χρηματιστηριακές εταιρείες κι όσο εξαπλώνονταν τα διάφορα επενδυτικά κεφάλαια (funds) τόσο απαξιωνόταν η πολιτική, τόσο υποχωρούσε το κοινωνικό κράτος και τόσο εξαϋλωνόταν η κοινωνική δικαιοσύνη.
Είναι λογικό, λοιπόν, σε ένα περιβάλλον όπου η πολιτική όσο πάει και φτηναίνει, οι πολιτικοί που -νομίζουν πως- διαχειρίζονται τις τύχες μας να γίνονται ολοένα και φτηνότεροι. Σήμερα, σε ένα περιβάλλον όπου η οικονομία κυριαρχεί, είναι λογικό τα ταλαντούχα μυαλά να στρέφονται προς αυτήν, οπότε για την πολιτική περισσεύουν οι κατιμάδες. Στην περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης που διανύουμε, με την οικονομία να μονοπωλεί σχεδόν το ενδιαφέρον όλων και την πολιτική να έχει πιάσει πάτο, δεν είναι παράλογο που στην πολιτική κονίστρα έχει βρεθεί χώρος ακόμη και για άβουλα νευρόσπαστα και κωμικές δελαπατριδικές φιγούρες, που ηγούνται πολιτικών σχηματισμών οι οποίοι μερικά χρόνια πρωτύτερα θα προσέλκυαν όχι ψήφους αλλά γέλια μέχρι δακρύων.
Κι ενώ αυτό το απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό τής χώρας (πλην των κολλημένων κουκουέδων, είπαμε) παίζει την κορύφωση του καπιταλιστικού δράματος, η οποία περιλαμβάνει την ενίσχυση του πτωχευμένου κατ' ουσία τραπεζικού συστήματος εις βάρος του ήδη πτωχευμένου δημοσίου και των ήδη πάμπτωχων πολιτών, οι πρωταγωνιστές του βρίσκονται σε κατάσταση άνοιας όπως ο Φράνκο εκείνο το πρωινό τής 19ης Νοεμβρίου 1975. Καθώς βλέπουν τον λαό να τους αποχαιρετάει, εκείνοι αναρωτιούνται: "Γιατί; Πού πάνε;"
(*) Το περιστατικό με τον Φράνκο αντλήθηκε από το βιβλίο τού Stuart Christie "Edward Heath made me angry: The Christie file, part III, 1967-1975", σελ. 284.
Μια από εκείνες τις τελευταίες μέρες της ζωής του, η σύζυγός του Δόνια Κάρμεν Πόλο άνοιξε το παράθυρο του δωματίου και είπε στον ετοιμοθάνατο Φράνκο, για να του τονώσει το ηθικό: "Έχει μαζευτεί πολύς κόσμος έξω". Ο Φράνκο την κοίταξε με ερωτηματικό βλέμμα κι εκείνη συμπλήρωσε: "Ήρθαν για να σε αποχαιρετήσουν". Και τότε, ο πρώην δικτάτορας, χαμένος στην άνοιά του, ρώτησε με έκδηλη απορία: "Γιατί; Πού πάνε;". Λέγεται πως αυτά ήσαν τα τελευταία λόγια που βγήκαν από τα χείλη του. (*)
1975: Χουάν Κάρλος (αριστερά) και Φρανθίσκο Φράνκο (δεξιά), λίγο πριν τον θάνατο του δεύτερου, συνεργάζονται για την διατήρηση της ομαλότητας και της δημοκρατίας στην Ισπανία. |
Η παραπάνω γκροτέσκα σκηνή έχει έρθει αρκετές φορές στο μυαλό μου τον τελευταίο μήνα, καθώς βλέπω και ακούω τους αρχηγούς όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων (πλην του γνωστού ξύλινου και κολλημένου Κουτσούμπα) αλλά και πολλών εξωκοινοβουλευτικών να μιλάνε, προσπαθώντας να πείσουν τον λαό για την ορθότητα των επιλογών τους, όποιες κι αν είναι αυτές. Οι άνθρωποι έχουν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και βρίσκονται στα πρόθυρα κώματος αλλά το μυαλό τους αρνείται να δεχτεί το ότι το μέλλον τους είναι ανύπαρκτο. Από τον Αλέξη και τον Πάνο μέχρι τον Βαγγέλη, την Φώφη και τον Σταύρο (τους οποίους, φυσικά, συνεπικουρούν τα ήδη ξωφλημένα πρώην συνεταιράκια, ο Αντώνης με τον άλλο τον Βαγγέλη), όλοι μιλούν και φέρονται σαν να βρίσκονται στο κέντρο των εξελίξεων, σαν να είναι οι μόνοι που παραμένουν ακλόνητοι στις θέσεις τους ενώ όλοι οι άλλοι φεύγουν.
Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας δεν διαφέρει ριζικά από το πολιτικό πρόβλημα που έχουν όλες οι δημοκρατικές χώρες τού σύγχρονου κόσμου και το οποίο λέγεται έλλειμμα δημοκρατίας. Αυτό το εμφανές έλλειμμα δεν δημιουργήθηκε στην πορεία, ως μια καρκινογενής λειτουργία του συστήματος, αλλά αποτελεί βασικό συστατικό της σχεδίασης των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων. Όπως κατέδειξαν ο Μαρξ με τον Ένγκελς, αυτό το έλλειμμα δημοκρατίας αποτελούσε επιμελώς σχεδιασμένο χαρακτηριστικό των δημοκρατικών πολιτευμάτων ήδη από τον 18ο αιώνα.
Στα τέλη τού 18ου αιώνα, ο τότε υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Αλεξάντερ Χάμιλτον, απηυδισμένος από την αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων των πολιτειών και την αντίθεσή του προς τις αποφάσεις των πολιτειακών οργάνων, διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι η μόνη τάξη που μπορεί να εκπροσωπήσει επάξια ολόκληρη την κοινωνία είναι οι έμποροι, λόγω των εμπειριών και των δεξιοτήτων που αποκτούν με την δουλειά τους. Σήμερα, ο αφορισμός τού Χάμιλτον δείχνει να έχει γίνει αποδεκτός σε ολόκληρο τον κόσμο, με μια μικρή διαφορά. Από το σύνολο των εμπόρων, έχει επιλεγεί να κουμαντάρει τις τύχες της ανθρωπότητας ένα ελάχιστο τμήμα της, το οποίο κυριαρχεί σε ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο: οι έμποροι του χρήματος.
Ίσως κάτι τέτοιο να ακούγεται τραβηγμένο αλλά δεν είναι. Αρκεί να αναλογιστούμε με πόση επιμονή η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών από τις κατά τόπους εθνικές κυβερνήσεις. Το βασικό επιχείρημα υπέρ αυτής της ανεξαρτησίας είναι ότι η οποιαδήποτε εμπλοκή των πολιτικών στον χρηματοοικονομικό τομέα θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα. Με άλλα λόγια, η πολιτική εξουσία καλεί την δημοκρατία να παραιτηθεί από το δικαίωμά της να ελέγχει την ροή τού χρήματος. Ποιός θα ελέγχει αυτή την ροή; Οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες. Και ποιος θα ελέγχει αυτές τις τράπεζες; Φυσικά, οι τραπεζίτες! Και κάπως έτσι εμφανίζεται το φαινόμενο οι περισσότερες τράπεζες να είναι κατ' ουσία πτωχευμένες αλλά, με την αμέριστη συμπαράσταση των κεντρικών τραπεζών, να εξακολουθούν να απομυζούν κεφάλαια, τα οποία στερούνται οι πραγματικοί παραγωγοί πλούτου (επιχειρήσεις και εργαζόμενοι).
Από την δεκαετία του 1980, με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού (η οποία επιταχύνθηκε μετά την οπισθοχώρηση του σοσιαλισμού), παρατηρείται το φαινόμενο της υπερτίμησης της οικονομίας εις βάρος της πολιτικής. Όσο άνθιζαν τα χρηματιστήρια, όσο γιγαντώνονταν οι τράπεζες, όσο ξεφύτρωναν επενδυτικές και χρηματιστηριακές εταιρείες κι όσο εξαπλώνονταν τα διάφορα επενδυτικά κεφάλαια (funds) τόσο απαξιωνόταν η πολιτική, τόσο υποχωρούσε το κοινωνικό κράτος και τόσο εξαϋλωνόταν η κοινωνική δικαιοσύνη.
Περιοδικό La Revista: "Η αγωνία και ο θάνατος του Φρανθίσκο Φράνκο" Το εξώφυλλο με τον καλωδιωμένο Φράνκο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. |
Είναι λογικό, λοιπόν, σε ένα περιβάλλον όπου η πολιτική όσο πάει και φτηναίνει, οι πολιτικοί που -νομίζουν πως- διαχειρίζονται τις τύχες μας να γίνονται ολοένα και φτηνότεροι. Σήμερα, σε ένα περιβάλλον όπου η οικονομία κυριαρχεί, είναι λογικό τα ταλαντούχα μυαλά να στρέφονται προς αυτήν, οπότε για την πολιτική περισσεύουν οι κατιμάδες. Στην περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης που διανύουμε, με την οικονομία να μονοπωλεί σχεδόν το ενδιαφέρον όλων και την πολιτική να έχει πιάσει πάτο, δεν είναι παράλογο που στην πολιτική κονίστρα έχει βρεθεί χώρος ακόμη και για άβουλα νευρόσπαστα και κωμικές δελαπατριδικές φιγούρες, που ηγούνται πολιτικών σχηματισμών οι οποίοι μερικά χρόνια πρωτύτερα θα προσέλκυαν όχι ψήφους αλλά γέλια μέχρι δακρύων.
Κι ενώ αυτό το απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό τής χώρας (πλην των κολλημένων κουκουέδων, είπαμε) παίζει την κορύφωση του καπιταλιστικού δράματος, η οποία περιλαμβάνει την ενίσχυση του πτωχευμένου κατ' ουσία τραπεζικού συστήματος εις βάρος του ήδη πτωχευμένου δημοσίου και των ήδη πάμπτωχων πολιτών, οι πρωταγωνιστές του βρίσκονται σε κατάσταση άνοιας όπως ο Φράνκο εκείνο το πρωινό τής 19ης Νοεμβρίου 1975. Καθώς βλέπουν τον λαό να τους αποχαιρετάει, εκείνοι αναρωτιούνται: "Γιατί; Πού πάνε;"
(*) Το περιστατικό με τον Φράνκο αντλήθηκε από το βιβλίο τού Stuart Christie "Edward Heath made me angry: The Christie file, part III, 1967-1975", σελ. 284.
Για όποιον έχει λίγη μνήμη, καθόλου τραβηγμένο δεν ακούγεται το γεγονός ότι οι έμποροι του χρήματος έχουν επιλεγεί να κυριαρχήσουν. Δηλαδή τόσο δύσκολο είναι να θυμηθούμε ότι πριν κάποια χρόνια μας φορτώσανε τον Παπαδήμο πρωθυπουργό; Και πόσες άλλες αλλαγές υπουργών και προσώπων και εδώ και στη Γαλλία;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ζήτημα είναι με ποιον τρόπο είναι δυνατόν να εξηγήσουμε στους ανθρώπους ότι με πλεόνασμα δημοκρατίας θα έχουμε και λιγότερα οικονομικά προβλήματα...
Κωνσταντής