ΑΘΗΝΑ
16.ΧΙ.73
Ωραία παιδιά με τα μεγάλα μάτια, σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια,
ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των ανδρείων,
αψήφιστοι, όρθιοι στα Προπύλαια στον πέτρινο αέρα, έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι...
πώς μεγαλώνει το μπόι, το βήμα κι η παλάμη του ανθρώπου;
17.ΧΙ.73
Βαριά σιωπή, διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία, αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι...
Ποιός θα πει περιμένω μέσα απ' το μέσα μαύρο;
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια, μ' έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ' αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ' τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς..
Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
ΚΑΛΑΜΟΣ
18.ΧΙ.73
Ηλιόλουστη μέρα. Κάλαμος.Η θάλασσα. Σπουργίτια στον ελαιώνα.
Κάλεσμα. Πρόκληση. Κάλλος. Μακρινή προδομένη μακαριότητα.
Α, εσύ δραπέτη, λιποτάκτη κρυμμένε ανάμεσα στ' αγάλματα, πίσω απ' τ' αγάλματα,
μέσα στ' αγάλματα, αγάλματα κούφια, χωρίς χέρια, χωρίς πέος, χωρίς αμπελόφυλλα.
Αρνήσου, αρνήσου, όχι να ξεχαστείς και να ξεχάσεις το δένδρο, το πουλί, το γαλάζιο.
Αμαρτία. Αμαρτία. Πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε εσείς, ο ίδιος ο έρωτας,
κι ο έρωτας αμαρτία, Ελένη, Μάρω, Ηλέκτρα, Δήμητρα, παιδιά μας, τα παιδιά μας,
πόσες γενιές παιδιά μας σε αδιαίρετο χρόνο, χωρίς χρόνο,
στα στάχυα και στα σύρματα, στη γραφομηχανή, στον τηλεβόα,
έρωτές μας, παιδιά μας, σκοτωμένα παιδιά μας, έρωτές μας.
Για τίποτ' άλλο να μην έχουμε μάτια παρά μόνο για σας. Τιποτ' άλλο.
Ω! ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο,
επάνω από δυο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω.
Βράχος, το μέγα κόκκινο, δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κι η δωδέκατη κλεισμένη,
χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο, χτύπημα της πέτρας στην πέτρα
-μ' ακούς; άκουσέ με, εγώ σ' ακούω-
δύο σιωπές κάνουν μια φωνή κι ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι.
ΑΘΗΝΑ
19.ΧΙ.73
Με τους αγκώνες στηριγμένους στην ποίηση, με τα μάτια κλεισμένα στις παλάμες,ακούω τη φωτιά. Ανεβαίνει. Σκοτωμένοι επί τόπου μπροστά στο παράνομο μικρόφωνο
κι η φωνή τους ακόμα... - Αδέρφια, αδέρφια. Πάνω απ' το αίμα τους,
με το αίμα τους πάνω από την αγρυπνισμένη Αθήνα.
Πώς μπορείτε, λοιπόν; Πώς μπορείτε;
20.ΧΙ.73
Μάζεψαν τα οδοφράγματα, πλύναν τα αίματα, τα μισά παιδιά πήγαν σχολείο,οι γυναίκες βγήκαν για ψώνια, στη γωνιά ένα καμένο αυτοκίνητο,
πλύναν τα ρούχα, τ' απλώσαν στις ταράτσες μυστικά-μυστικά, μη φανούνε σαν άλλες σημαίες,
κλειστά νοικοκυριά, το κρεμμύδι, η πατάτα, το λάδι,
το αλάτι χυμένο στο δρόμο, το ίδιο και τ' αλεύρι,
μες στο ψυγείο το κόκκινο πουλί, μ' όλα του τα φτερά.
Απ' το θάνατο αρχίζουμε -έτσι έλεγε- απ' το θάνατο αρχίζουμε πάλι,
επάνω από τη μεγάλη γκρεμισμένη σκάλα,
"τι να κάνουμε", είπε, "θα ξεχαστούμε; θα ξεχάσουμε πάλι;"
Σκεπασμένοι στην τρύπια κουβέρτα ως πάνω στα μάτια,
λίγο λίγο θα βγάλεις το 'να πόδι, δοκιμάζοντας τον αέρα, τη σιωπή, το σκοτάδι,
αργότερα τα χέρια, τελευταίο το κεφάλι.
Απέναντι η καρέκλα, τα τσιγάρα, τα σπίρτα και το φως κολλημένο στον τοίχο,
μια τεράστια, κίτρινη αφίσα.
Ώρα μεγάλη! Ώρα σκληρή! Ώρα αδειασμένη απ' τη δειλή μακροθυμία των στίχων.
Εδώ ό,τι πια θα πει θα 'ναι το αίμα.
Ω! κακόφημη ζωή, ληστεμένη...
22.ΧΙ.73
Αργά που μεγαλώνει το μαχαίρι. Αυτός που σωπαίνει δεν είναι που δεν έχει τίποτα να πει,
δεν είναι τα δώδεκα καρφιά στον τοίχο, η ακρίδα στο ποτήρι,
είναι που περιμένει να ξεσφίξουν τα σαγόνια του.
[Γιάννης Ρίτσος, "Ημερολόγιο μιας εβδομάδας" - Από την συλλογή "Γιάννης Ρίτσος - Ποιήματα", τόμος Ζ', εκδόσεις Κέδρος, 1998]
Ακούστε τον Γιάννη Ρίτσο να απαγγέλλει το ποίημα, με μουσικό συνοδό τον Νότη Μαυρουδή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.