(...) Όταν πια το οργανωμένο εργατικό κίνημα κέρδισε ορισμένες κοινωνικοπολιτικές του διεκδικήσεις, όπως περιορισμένο χρόνο εργασίας, εκλογικό δικαίωμα, κοινωνικές ασφαλίσεις, η εργατική τάξη δυνάμωσε μεν ταξικά, από την άλλη μεριά, όμως, άρχισε ταυτόχρονα και η αντίθετη διαδικασία: με την εξύψωση του βιοτικού επιπέδου, η δομική εξομοίωση με την μεσαία τάξη και, με την εξέλιξη της κοινωνικής θέσης, οι "υψηλές βλέψεις", τα "μεγαλοπιασίματα". Ο εξαστισμός αυτός ενισχύθηκε την εποχή της ευημερίας, κι ύστερα, όταν ξέσπασαν οι οικονομικές κρίσεις, άρχισε να επιδρά ανασταλτικά στην ανάπτυξη του επαναστατικού αισθήματος.
Η πολιτικά ανεξήγητη δύναμη της σοσιαλδημοκρατίας στα χρόνια της οικονομικής κρίσης ήταν η τέλεια έκφραση της διάβρωσης, που είχε επιφέρει ο συντηρητισμός στην εργατική τάξη. Το ζήτημα είναι να καταλάβουμε σε ποια βασικά στοιχεία στηρίζεται. Δυο δεδομένα ξεχωρίζουν εδώ: η προσήλωση στον ηγέτη, δηλαδή η ακλόνητη πίστη στο αλάνθαστο του πολιτικού ηγέτη (παρ' όλη την ενδόμυχη κριτική διάθεση, που, όμως, δεν εκδηλκώνεται έμπρακτα) και η εξομοίωση με την συντηρητική αστική τάξη στα θέματα της αφροδισιακής ηθικής. Οι μεγαλοαστοί προώθησαν ενεργά τον εξαστισμό αυτό της εργατικής τάξης. Αν στα πρωταρχινίσματά του ο μεγαλοαστισμός κράδαινε κυριολεκτικά το μαστίγιο εναντίον της, τώρα, στις χώρες που δεν είχαν πια υποκύψει στον φασισμό, το κρατούσε στην εφεδρεία και το μεταχειριζόταν μόνο εναντίον του επαναστάτη εργάτη. Για τις σοσιαλδημοκρατικές εργατικές μάζες χρησιμοποιούσε ένα πολύ πιο επικίνδυνο μέσο: τη συντηρητική ιδεολογία σε όλα τα επίπεδα.
Όταν λοιπόν ο σοσιαλδημοκρατικός εργάτης βρέθηκε μπλεγμένος στα γρανάζια της οικονομικής κρίσης, που τον κατέβασε στο επίπεδο του κούλι, η επαναστατική του συνείδηση είχε κιόλας εξασθενήσει από την μακροχρόνια συντηρητική διάπλασή της. Έτσι, ή έμεινε στο στρατόπεδο της σοσιαλδημοκρατίας, παρ' όλη του την εξέγερση και την κριτική, ή προσχώρησε στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, αναποφάσιστος κι αμφιταλαντευόμενος, κατατρυχόμενος από τις οξείες αντιφάσεις ανάμεσα στο επαναστατικό του φρόνημα και την αντιδραστική νοοτροπία του, απογοητευμένος από την ηγεσία του, ζητώντας εκεί ένα καλύτερο υποκατάστατο, ακολουθώντας τη γραμμή τής "ήσσονος αντιστάσεως".
(...) Ο κομμουνιστικός ισχυρισμός, ότι η σοσιαλδημοκρατία βόηθησε το φασισμό να "καβαλήσει την εξουσία" ήταν σωστός. Η απογοήτευση από τη σοσιαλδημοκρατία, και το σύγχρονο δίλημμα: εξαθλίωση ή συντηρητική νοοτροπία δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο στρατόπεδο του φασισμού, όταν δεν υπάρχουν αληθινά επαναστατικές οργανώσεις (...)
(Βίλχελμ Ράιχ, "Η μαζική ψυχολογία του φασισμού", εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1974, σελίδες 115-117. Τηρήθηκαν η ορθογραφία και η στίξη του βιβλίου, εκτός από την μετατροπή τού πολυτονικού σε μονοτονικό.]
[Σημείωση: Το σημερινό σημείωμα συνιστά συμβολή του ιστολογίου στην συζήτηση που άνοιξε πάνω στην χτεσινή δημοσίευση.]
Η πολιτικά ανεξήγητη δύναμη της σοσιαλδημοκρατίας στα χρόνια της οικονομικής κρίσης ήταν η τέλεια έκφραση της διάβρωσης, που είχε επιφέρει ο συντηρητισμός στην εργατική τάξη. Το ζήτημα είναι να καταλάβουμε σε ποια βασικά στοιχεία στηρίζεται. Δυο δεδομένα ξεχωρίζουν εδώ: η προσήλωση στον ηγέτη, δηλαδή η ακλόνητη πίστη στο αλάνθαστο του πολιτικού ηγέτη (παρ' όλη την ενδόμυχη κριτική διάθεση, που, όμως, δεν εκδηλκώνεται έμπρακτα) και η εξομοίωση με την συντηρητική αστική τάξη στα θέματα της αφροδισιακής ηθικής. Οι μεγαλοαστοί προώθησαν ενεργά τον εξαστισμό αυτό της εργατικής τάξης. Αν στα πρωταρχινίσματά του ο μεγαλοαστισμός κράδαινε κυριολεκτικά το μαστίγιο εναντίον της, τώρα, στις χώρες που δεν είχαν πια υποκύψει στον φασισμό, το κρατούσε στην εφεδρεία και το μεταχειριζόταν μόνο εναντίον του επαναστάτη εργάτη. Για τις σοσιαλδημοκρατικές εργατικές μάζες χρησιμοποιούσε ένα πολύ πιο επικίνδυνο μέσο: τη συντηρητική ιδεολογία σε όλα τα επίπεδα.
Όταν λοιπόν ο σοσιαλδημοκρατικός εργάτης βρέθηκε μπλεγμένος στα γρανάζια της οικονομικής κρίσης, που τον κατέβασε στο επίπεδο του κούλι, η επαναστατική του συνείδηση είχε κιόλας εξασθενήσει από την μακροχρόνια συντηρητική διάπλασή της. Έτσι, ή έμεινε στο στρατόπεδο της σοσιαλδημοκρατίας, παρ' όλη του την εξέγερση και την κριτική, ή προσχώρησε στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, αναποφάσιστος κι αμφιταλαντευόμενος, κατατρυχόμενος από τις οξείες αντιφάσεις ανάμεσα στο επαναστατικό του φρόνημα και την αντιδραστική νοοτροπία του, απογοητευμένος από την ηγεσία του, ζητώντας εκεί ένα καλύτερο υποκατάστατο, ακολουθώντας τη γραμμή τής "ήσσονος αντιστάσεως".
(...) Ο κομμουνιστικός ισχυρισμός, ότι η σοσιαλδημοκρατία βόηθησε το φασισμό να "καβαλήσει την εξουσία" ήταν σωστός. Η απογοήτευση από τη σοσιαλδημοκρατία, και το σύγχρονο δίλημμα: εξαθλίωση ή συντηρητική νοοτροπία δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο στρατόπεδο του φασισμού, όταν δεν υπάρχουν αληθινά επαναστατικές οργανώσεις (...)
(Βίλχελμ Ράιχ, "Η μαζική ψυχολογία του φασισμού", εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1974, σελίδες 115-117. Τηρήθηκαν η ορθογραφία και η στίξη του βιβλίου, εκτός από την μετατροπή τού πολυτονικού σε μονοτονικό.]
[Σημείωση: Το σημερινό σημείωμα συνιστά συμβολή του ιστολογίου στην συζήτηση που άνοιξε πάνω στην χτεσινή δημοσίευση.]
βάρεσες κέντρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε μου αυτό είναι ένα ζήτημα που σηκώνει πάρα πολλή συζήτηση. Ούτε ικανός ιστορικός χρόνος υπάρχει, ούτε το πέρασμα από την φεουδαρχία έχει ολοκληρωθεί εντελώς, ούτε η αποικιοκρατία και τα παράγωγα της επιτρέπουν να ξεκαθαρίσει το τοπίο, ούτε η ανθρωπότητα έχει συνέλθει από τις αποτυχημένες προσπάθειες του σοσιαλισμού και πολλά ακόμα "ούτε".
ΑπάντησηΔιαγραφήΦοβάμαι όμως ότι η συμβολή που επιδιώκεις βασιζόμενος σε κάποιο κείμενο του Ράιχ, μόνο θετική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Κάθε φράση από αυτό το κείμενο απαιτεί ιδιαίτερη συζήτηση, διαφορετικά οδηγεί σε παρερμηνείες καθόλου χρήσιμες.
Το ότι ο Ράιχ κυνηγήθηκε από παντού ως αιρετικός δεν τον καταξιώνει υποχρεωτικά σαν αυθεντία. Υπάρχουν πολύ πιο δόκιμες από την ψυχολογία μέθοδοι για να αναλύσουμε την κοινωνική εξέλιξη.
Αυτό με το οποίο παλεύει ο εργάτης προκειμένου να αποκτήσει την ταξική του συνείδηση έχει βέβαια να κάνει και με την ιδεολογία της άρχουσας τάξης (που δεν είναι έτσι απλά θέμα ψυχολογίας αλλά θέμα παράδοσης, πολιτισμού, ηθών και εθίμων ριζωμένων στον κόσμο επί αιώνες) αλλά έχει επίσης να κάνει με το εάν οι αντικειμενικές συνθήκες του καθιστούν σταδιακά ξεκάθαρο τον περιττό ρόλο του αφεντικού στην παραγωγή.
Ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ήταν φυσικά αυτός που αναφέρεται στο κείμενο. Αυτό όμως δεν οφείλεται στον εξαστισμό της εργατικής τάξης. Οφείλεται στην κακή διαχείριση της πολιτικής κατάστασης από τις επαναστατικές ηγεσίες της εποχής και στα αποτελέσματα του 1ου ΠΠ που η σοσιαλδημοκρατία εκμεταλλεύθηκε για να φέρει τούμπα την κατάσταση ανοίγοντας το δρόμο στον φασισμό. Ο οποίος ήρθε με τα προτάγματα της αποτυχημένης επανάστασης τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ιταλία.
Αυτό που σίγουρα αστικοποιήθηκε (δηλαδή διαβρώθηκε) ήταν το ίδιο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και εκεί οι μεγαλοαστοί βάλανε σίγουρα το χέρι τους. Η κριτική του προγράμματος της Γκόθα από τους Μαρξ και Ένγκελς επισημαίνει αυτή την εκτροπή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας.
Πιστεύω όμως ότι η εργατική τάξη της εποχής δεν είχε ανάγκη την σοσιαλδημοκρατία για να είναι συντηρητική σε θέματα αφροδισιακής ηθικής. Της αρκούσαν οι αξίες της εποχής της. Πολιτιστικές και θρησκευτικές.