Όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, παραμονή πρωτοχρονιάς, έφυγα αχάραγα από το σπίτι και πήγα να πιω καφέ στο γραφείο μου. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγω τις αγιοβασιλιάτικες ζοχάδες που με πιάνουν με τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα των φάλτσων πιτσιρικάδων.
- Να τα πούμε;
- Πείτε τα!
- "Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά..."
Με τις πρώτες λέξεις αρχίζει να πεταρίζει το μάτι μου. "Δεν μπορεί", σκέφτομαι, "με δουλεύει ο πιτσιρικάς. Έναν άντρα ένα κι εξήντα εννιά (με το ζόρι) δεν τον λες με τίποτε ψηλή δεντρολιβανιά, μάλλον κοντοπίθαρο τον λες, παρεκτός και θες να του κάνεις πλάκα...
- "...κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος..."
Εδώ ξεροκαταπίνω και πάω πάσο. "Ποιητική αδεία", ξανασκέφτομαι, "ο αρσενικός θρόνος έγινε ουδέτερο: το θρόνος". Αλλά ο πιτσιρικάς πρέπει σίγουρα να με δουλεύει. Από πού κι ως πού με βλέπει ως εκκλησιά; Εκτός αν εννοεί ότι παραχόντρυνα τελευταία και η κοιλιά μου μοιάζει με τρούλλο...
- "...Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται..."
Νά τα μας! Τί γκίνια είν' αυτή, ρε γαμώτο; Αυτός ο παχουλός, ασπρομάλλης γεράκος, που μοιράζει δώρα σε όλον τον κόσμο, εμένα δεν με καταδέχεται! Τί διάολο, στο πηγάδι έχω κατουρήσει εγώ και δεν με καταδέχεται ο άη-Κλάους τής κοκακόλας;
- "...από την Καισαρεία, συ 'σαι αρχόντισσα κυρία..."
Εδώ το ποτήρι ξεχειλίζει. Όχι από την Καισάρεια που γίνεται Καισαρεία (ποιτική αδεία πάντα) αλλά από το κωλόπαιδο με το τρίγωνο που με βλέπει ως αρχόντισσα κυρία, παρά τις τρεις πήχες γένι και την αρκουδόφατσά μου. Κι όχι μόνο με βλέπει ως κυρία (έστω και αρχόντισσα), αλλά με προκαλεί κιόλας:
- "..δες κι εμέ, το παλληκάρι..."
Και τί ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω εγώ με τον πιτσιρικά; Με δούλεψε, με κορόιδεψε, με ζοχάδιασε, με προκάλεσε στο ίδιο μου το σπίτι και πρέπει όχι μόνο να τον ευχαριστήσω αλλά να του δώσω και ρεγάλο από πάνω; Ρε, δεν με παρατάτε πρωινιάτικα! Χίλιες φορές στο γραφείο για καφέ, λέμε! Κι άσε την πραγματική αρχόντισσα του σπιτιού να καθαρίσει...
Πώς γίνεται, όμως, ενώ ο τόπος μας έχει θαυμάσια πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, να έχει επικρατήσει αυτή η αηδία που προσβάλλει και τα αφτιά μας και την αισθητική μας γενικώτερα; Την απάντηση την δίνει ο μέγας Παπαδιαμάντης με μια απλή ιστορία, την οποία μεταφέρω εν συντομία:
Εκείνη την εποχή, λοιπόν, νέος τις αθηναίος ερωτεύτηκε (για κακή μας τύχη) νεαρά μεν παντρεμένη δε αθηναία τής υψηλής κοινωνίας. Η νεαρά, όμως, σεμνή και μετρημένη, δεν υπέκυπτε με τίποτε στην πολιορκία τού επίδοξου εραστή. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο ερωτευθείς νέος αποφάσισε να κάνει καντάδα στο αντικείμενο του πόθου του, πλην κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, μιας και η νεαρά ήταν παντρεμένη. Έτσι, ο νέος έγραψε τους περιπαθείς του στίχους και τους ανακάτεψε με άλλους, άσχετους μεν εορταστικούς δε στίχους. Δείτε:
(άσχετο εορταστικό)
ψηλή μου δεντρολιβανιά,
(άσχετο εορταστικό)
εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος,
(άσχετο εορταστικό)
(άσχετο εορταστικό)
στην γη να περπατήσεις
και να με καλοκαρδίσεις
(άσχετο εορταστικό)
και δεν με καταδέχεσαι
(άσχετο εορταστικό)
συ 'σαι αρχόντισσα κυρία,
(άσχετο εορταστικό)
ζαχαροκάντια ζημωτή,
(άσχετο εορταστικό)
δες κι εμέ το παλληκάρι...
Καταλάβατε τι τραβάμε τώρα; Επειδή ένας...άντε μη πω...δεν μπόρεσε κάποτε να...άντε μη ξαναπω...πρέπει σήμερα εμείς να...θου, κύριε... Αμάν!
Ας είναι. Σταματώ εδώ. Αρκετά γκρίνιαξα τέτοια μέρα. Ώρα να ηρεμήσω και να πάω μια βόλτα από το βιβλιοπωλείο...έτσι, για το καλό.
Καλή Πρωτοχρονιά!!!
- Να τα πούμε;
- Πείτε τα!
- "Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά..."
Με τις πρώτες λέξεις αρχίζει να πεταρίζει το μάτι μου. "Δεν μπορεί", σκέφτομαι, "με δουλεύει ο πιτσιρικάς. Έναν άντρα ένα κι εξήντα εννιά (με το ζόρι) δεν τον λες με τίποτε ψηλή δεντρολιβανιά, μάλλον κοντοπίθαρο τον λες, παρεκτός και θες να του κάνεις πλάκα...
- "...κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος..."
Εδώ ξεροκαταπίνω και πάω πάσο. "Ποιητική αδεία", ξανασκέφτομαι, "ο αρσενικός θρόνος έγινε ουδέτερο: το θρόνος". Αλλά ο πιτσιρικάς πρέπει σίγουρα να με δουλεύει. Από πού κι ως πού με βλέπει ως εκκλησιά; Εκτός αν εννοεί ότι παραχόντρυνα τελευταία και η κοιλιά μου μοιάζει με τρούλλο...
- "...Άγιος Βασίλης έρχεται και δεν μας καταδέχεται..."
Νά τα μας! Τί γκίνια είν' αυτή, ρε γαμώτο; Αυτός ο παχουλός, ασπρομάλλης γεράκος, που μοιράζει δώρα σε όλον τον κόσμο, εμένα δεν με καταδέχεται! Τί διάολο, στο πηγάδι έχω κατουρήσει εγώ και δεν με καταδέχεται ο άη-Κλάους τής κοκακόλας;
- "...από την Καισαρεία, συ 'σαι αρχόντισσα κυρία..."
Εδώ το ποτήρι ξεχειλίζει. Όχι από την Καισάρεια που γίνεται Καισαρεία (ποιτική αδεία πάντα) αλλά από το κωλόπαιδο με το τρίγωνο που με βλέπει ως αρχόντισσα κυρία, παρά τις τρεις πήχες γένι και την αρκουδόφατσά μου. Κι όχι μόνο με βλέπει ως κυρία (έστω και αρχόντισσα), αλλά με προκαλεί κιόλας:
- "..δες κι εμέ, το παλληκάρι..."
Και τί ακριβώς υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω εγώ με τον πιτσιρικά; Με δούλεψε, με κορόιδεψε, με ζοχάδιασε, με προκάλεσε στο ίδιο μου το σπίτι και πρέπει όχι μόνο να τον ευχαριστήσω αλλά να του δώσω και ρεγάλο από πάνω; Ρε, δεν με παρατάτε πρωινιάτικα! Χίλιες φορές στο γραφείο για καφέ, λέμε! Κι άσε την πραγματική αρχόντισσα του σπιτιού να καθαρίσει...
Πώς γίνεται, όμως, ενώ ο τόπος μας έχει θαυμάσια πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, να έχει επικρατήσει αυτή η αηδία που προσβάλλει και τα αφτιά μας και την αισθητική μας γενικώτερα; Την απάντηση την δίνει ο μέγας Παπαδιαμάντης με μια απλή ιστορία, την οποία μεταφέρω εν συντομία:
Εκείνη την εποχή, λοιπόν, νέος τις αθηναίος ερωτεύτηκε (για κακή μας τύχη) νεαρά μεν παντρεμένη δε αθηναία τής υψηλής κοινωνίας. Η νεαρά, όμως, σεμνή και μετρημένη, δεν υπέκυπτε με τίποτε στην πολιορκία τού επίδοξου εραστή. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο ερωτευθείς νέος αποφάσισε να κάνει καντάδα στο αντικείμενο του πόθου του, πλην κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, μιας και η νεαρά ήταν παντρεμένη. Έτσι, ο νέος έγραψε τους περιπαθείς του στίχους και τους ανακάτεψε με άλλους, άσχετους μεν εορταστικούς δε στίχους. Δείτε:
(άσχετο εορταστικό)
ψηλή μου δεντρολιβανιά,
(άσχετο εορταστικό)
εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος,
(άσχετο εορταστικό)
(άσχετο εορταστικό)
στην γη να περπατήσεις
και να με καλοκαρδίσεις
(άσχετο εορταστικό)
και δεν με καταδέχεσαι
(άσχετο εορταστικό)
συ 'σαι αρχόντισσα κυρία,
(άσχετο εορταστικό)
ζαχαροκάντια ζημωτή,
(άσχετο εορταστικό)
δες κι εμέ το παλληκάρι...
Καταλάβατε τι τραβάμε τώρα; Επειδή ένας...άντε μη πω...δεν μπόρεσε κάποτε να...άντε μη ξαναπω...πρέπει σήμερα εμείς να...θου, κύριε... Αμάν!
Ας είναι. Σταματώ εδώ. Αρκετά γκρίνιαξα τέτοια μέρα. Ώρα να ηρεμήσω και να πάω μια βόλτα από το βιβλιοπωλείο...έτσι, για το καλό.
Καλή Πρωτοχρονιά!!!
Γέρασες και στρίφνιασες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκου παραμονή πρωτοχρονιάς στο γραφείο; Λες και εκεί θα απέφευγες τα κάλαντα ...
Να σου τα πω εγώ λοιπόν:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
η κρίση είναι πολύ βαθιά
κι όσο τα μονοπώλια κυβερνάνε
οι εργα- οι εργάτες θα πεινάνε
Καλή Χρονιά και καλή δύναμη.
Χαχα..το απομυθοποίησες τελείως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου θύμισε αυτό.
Υπάρχει και ένας άλλος που λόγω της χυλόπιτας που έφαγε έχει βγάλει το άχτι του..βγάζοντας και ένα σκασμό λεφτά..ο Zuckerberg με το φατσοεταιρία του που μπαίνει στο σπίτια και μένει όλο τον χρόνο...σε αυτούς που ανοίγουν.
Καλή Πρωτοχρονιά.