Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Απόστολος Καλδάρας έγραψε το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι" κατα΄την περίοδο του εμφυλίου, για τους αριστερούς που είχαν φυλακίσει οι εθνικόφρονες στο Γεντί-Κουλέ; Μάλλον λίγοι. Κι ακόμη λιγώτεροι πρέπει να γνωρίζουν ότι η τελευταία στροφή, πριν λογοκριθεί, έλεγε: "Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί / τί έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στην φυλακή;".
Πόσοι γνωρίζουν ότι στο υπέροχο ζεϊμπέκικο του Μπάμπη Μπακάλη "Συρματοπλέγματα βαριά" τους στίχους έγραψε η αλησμόνητη Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, έχοντας κατά νου τους αριστερούς αγωνιστές που βρίσκονταν φυλακισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά την μετεμφυλιακή περίοδο;
Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε το πασίγνωστο "Πάλιωσε το σακκάκι μου" εμπνευσμένος από την λαϊκή φτώχεια τής ίδιας περιόδου; Και πόσοι γνωρίζουν ότι οι στίχοι "τόσα κουστούμια χάρισα, μα τώρα που ρεστάρισα..." αναφέρεται στην ανατροπή που έφερε η κατοχή, με το τέλος της οποίας άλλοι βγήκαν έχοντας χάσει τα πάντα κι άλλοι βγήκαν κονομημένοι είτε από το μαυραγοριτιλίκι είτε από την συνεργασία τους με τον κατακτητή;
Πόσοι γνωρίζουν ότι το περίφημο "Γιούπι-για-για" (ή "Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;") δεν αποτελεί δημιούργημα κάποιου συγκεκριμένου συνθέτη αλλά φτιάχτηκε με συρραφή των ειρωνικών στίχων που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα για να σατιρίσουν την συνήθεια των γυναικών τής "καλής κοινωνίας" να νταραβερίζονται με την εκάστοτε εξουσία, είτε αυτή ήταν κατοχική είτε ήταν συμμαχική; Αυτά τα στιχάκια ήσαν πάμπολλα. Ανάμεσά τους και το κουκουέδικο: " Τι τον θέλουμε παιδιά τον βασιλιά; / Να του δώσουμε καλάθι / να πουλάει Ριζοσπάστη / κι ότι άλλο τον διατάξει η εργατιά".
Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Κώστας Βίρβος έγραψε τους στίχους στο -μελοποιημένο από τον Βασίλη Τσιτσάνη- "Της γερακίνας γυιος" εμπνευσμένος από τα βασανιστήρια που γίνονταν επί χούντας στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ;
Όλες οι παραπάνω πληροφορίες -και πολύ περισσότερες ακόμη- περιλαμβάνονται στο θαυμάσιο δοκίμιο του κύπριου μελετητή Νέαρχου Γεωργιάδη με τίτλο "Ρεμπέτικο και πολιτική". Ο Γεωργιάδης μελέτησε το λαϊκό τραγούδι επί "ένα τέταρτο του αιώνα" (όπως λέει χαρακτηριστικά) και μας χάρισε μια σειρά από δοκίμια ("Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη", "Ο Ακρίτας που έγινε ρεμπέτης", "Το φαινόμενο Τσιτσάνης", "Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι", "Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα", "Κώστας Παπαδόπουλος, ο Παγκανίνι τού μπουζουκιού", "Ρένα Στάμου, μια εγκυκλοπαίδεια του ρεμπέτικου"), τα οποία δεν πρέπει να αφήσουν αδιάφορο όποιον αγαπά το γνήσιο λαϊκό τραγούδι.
Το "Ρεμπέτικο και πολιτική" αποτελεί μια διαφορετική εικόνα τής Ελλάδας τού 20ου αιώνα. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα ιστορικό ταξίδι με όχημα τα τραγούδια, από την Σμύρνη τού 1900 ίσαμε τα μέσα τής δεκαετίας τού '70, όταν το ρεμπέτικο τραγούδι ολοκλήρωσε τον κύκλο του, νικημένο οριστικά από την εμπορευματοποίηση της εποχής.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από την "Σύγχρονη Εποχή" (όπως όλα τα βιβλία τού Νέαρχου Γεωργιάδη), σε μια όχι πολυτελή αλλά εξαιρετικά προσεγμένη έκδοση, η οποία περιλαμβάνει πλήθος παραπομπών και σημειώσεων με μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και μια σειρά σπάνιες φωτογραφίες. Επενδύστε δίχως να υπολογίσετε το ευτελέστατο (για τέτοια δουλειά) τίμημα των 12 ευρώ!
Πόσοι γνωρίζουν ότι στο υπέροχο ζεϊμπέκικο του Μπάμπη Μπακάλη "Συρματοπλέγματα βαριά" τους στίχους έγραψε η αλησμόνητη Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, έχοντας κατά νου τους αριστερούς αγωνιστές που βρίσκονταν φυλακισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά την μετεμφυλιακή περίοδο;
Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε το πασίγνωστο "Πάλιωσε το σακκάκι μου" εμπνευσμένος από την λαϊκή φτώχεια τής ίδιας περιόδου; Και πόσοι γνωρίζουν ότι οι στίχοι "τόσα κουστούμια χάρισα, μα τώρα που ρεστάρισα..." αναφέρεται στην ανατροπή που έφερε η κατοχή, με το τέλος της οποίας άλλοι βγήκαν έχοντας χάσει τα πάντα κι άλλοι βγήκαν κονομημένοι είτε από το μαυραγοριτιλίκι είτε από την συνεργασία τους με τον κατακτητή;
Πόσοι γνωρίζουν ότι το περίφημο "Γιούπι-για-για" (ή "Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά;") δεν αποτελεί δημιούργημα κάποιου συγκεκριμένου συνθέτη αλλά φτιάχτηκε με συρραφή των ειρωνικών στίχων που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα για να σατιρίσουν την συνήθεια των γυναικών τής "καλής κοινωνίας" να νταραβερίζονται με την εκάστοτε εξουσία, είτε αυτή ήταν κατοχική είτε ήταν συμμαχική; Αυτά τα στιχάκια ήσαν πάμπολλα. Ανάμεσά τους και το κουκουέδικο: " Τι τον θέλουμε παιδιά τον βασιλιά; / Να του δώσουμε καλάθι / να πουλάει Ριζοσπάστη / κι ότι άλλο τον διατάξει η εργατιά".
Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Κώστας Βίρβος έγραψε τους στίχους στο -μελοποιημένο από τον Βασίλη Τσιτσάνη- "Της γερακίνας γυιος" εμπνευσμένος από τα βασανιστήρια που γίνονταν επί χούντας στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ;
Όλες οι παραπάνω πληροφορίες -και πολύ περισσότερες ακόμη- περιλαμβάνονται στο θαυμάσιο δοκίμιο του κύπριου μελετητή Νέαρχου Γεωργιάδη με τίτλο "Ρεμπέτικο και πολιτική". Ο Γεωργιάδης μελέτησε το λαϊκό τραγούδι επί "ένα τέταρτο του αιώνα" (όπως λέει χαρακτηριστικά) και μας χάρισε μια σειρά από δοκίμια ("Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη", "Ο Ακρίτας που έγινε ρεμπέτης", "Το φαινόμενο Τσιτσάνης", "Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μετεμφυλιακό τραγούδι", "Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα", "Κώστας Παπαδόπουλος, ο Παγκανίνι τού μπουζουκιού", "Ρένα Στάμου, μια εγκυκλοπαίδεια του ρεμπέτικου"), τα οποία δεν πρέπει να αφήσουν αδιάφορο όποιον αγαπά το γνήσιο λαϊκό τραγούδι.
Το "Ρεμπέτικο και πολιτική" αποτελεί μια διαφορετική εικόνα τής Ελλάδας τού 20ου αιώνα. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα ιστορικό ταξίδι με όχημα τα τραγούδια, από την Σμύρνη τού 1900 ίσαμε τα μέσα τής δεκαετίας τού '70, όταν το ρεμπέτικο τραγούδι ολοκλήρωσε τον κύκλο του, νικημένο οριστικά από την εμπορευματοποίηση της εποχής.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από την "Σύγχρονη Εποχή" (όπως όλα τα βιβλία τού Νέαρχου Γεωργιάδη), σε μια όχι πολυτελή αλλά εξαιρετικά προσεγμένη έκδοση, η οποία περιλαμβάνει πλήθος παραπομπών και σημειώσεων με μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και μια σειρά σπάνιες φωτογραφίες. Επενδύστε δίχως να υπολογίσετε το ευτελέστατο (για τέτοια δουλειά) τίμημα των 12 ευρώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.