Παρ' ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει ως κεντρική ιδέα μια ανεξέλεγκτη οικονομία, κατά παράδοξο τρόπο στηρίζει την επέκταση και την ισχύ του σε τρεις πανίσχυρους θεσμούς: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Και οι τρεις αυτοί θεσμοί υπήρξαν απότοκα των όσων κυοφορήθηκαν στην περίφημη διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς το 1944. Επομένως, για να κατανοήσουμε καλύτερα τον σημερινό νεοφιλελευθερισμό, πρέπει να δούμε τι ακριβώς σημαίνει Μπρέτον Γουντς.
Η πεντηκονταετία πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίστηκε από έλλειψη σημαντικών πολεμικών συγκρούσεων, η οποία βοήθησε στην επέκταση και γιγάντωση του εμπορίου. Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών αυξανόταν περίπου 36% ανά δεκαετία και αυτό το εμπόριο ήταν κατά μείζονα λόγο ενδοευρωπαϊκό, με τις αποικίες να χρησιμεύουν κυρίως ως τροφοδότες πρώτων υλών. Αυτή η γιγάντωση του εμπορίου συνέτεινε στην ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού, με την Μεγάλη Βρεττανία στον ρόλο της κοσμοκράτειρας.
Εκείνη την εποχή, οι διεθνείς συναλλαγές βασίζονταν στον "κανόνα του χρυσού": κάθε εθνικό νόμισμα είχε αντίκρυσμα σε ισάξια ποσότητα χρυσού, η οποία φυλασσόταν στην κεντρική τράπεζα κάθε χώρας. Θεωρητικά, λοιπόν, το χρήμα μπορούσε άμεσα να μετατραπεί σε χρυσό. Έτσι, κάθε φορά που εμφανιζόταν συναλλαγματική ανισορροπία, αυτομάτως άρχιζε μια ροή χρυσού, η οποία μετέβαλλε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και αποκαθιστούσε την ισορροπία.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, όμως, έφερε τα πρώτα ρήγματα στην ισχύ της Μεγάλης Βρεττανίας. Τα κρατικά ταμεία είχαν επιβαρυνθεί σημαντικά με το εκτός ελέγχου κόστος του πολέμου. Παράλληλα, οι διάφορες χώρες ενδιαφέρονταν για την προστασία της εγχώριας παραγωγής τους, αδιαφορώντας για τις διεθνείς επιπτώσεις, ενώ ο πόλεμος είχε αναστείλει την λειτουργία του "κανόνα του χρυσού". Πράγματι, οι διάφορες κυβερνήσεις άφησαν κατά μέρος τον χρυσό και τύπωσαν μη μετατρέψιμα σε χρυσό χαρτονομίσματα, προκαλώντας τεράστιο πληθωρισμό και υπέρογκη ανεργία. Τον Οκτώβριο του 1929 οι τιμές διαφόρων βασικών υλών και τροφίμων είχαν χάσει τα 3/4 της αξίας τους, ενώ το 1933 η ανεργία είχε φτάσει στις ΗΠΑ 27% και στην Γερμανία 44%.
Την ίδια ώρα, στην Σοβιετική Ένωση τα πενταετή προγράμματα σημείωναν εντυπωσιακή επιτυχία και η εκβιομηχάνιση προχωρούσε με άλματα. Η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία έδειχνε ανεπηρέαστη από τα προβλήματα που ταλάνιζαν τα καπιταλιστικά κράτη. Στα μάτια των εργατών της δύσης ο κομμουνισμός άρχισε να φαντάζει ως η πλέον αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις άρχισαν να ανησυχούν και οι διεθνείς συσκέψεις έδιναν κι έπαιρναν: Βρυξέλλες 1920, Γένοβα 1922, Γενεύη 1927, Χάγη 1930, Λονδίνο 1933. Όλες κατέληξαν σε αδιέξοδο.
Αυτό που τερμάτισε την οικονομική κρίση του μεσοπολέμου δεν ήταν ούτε οι διασκέψεις ούτε κάποια διεθνής οικονομική πρωτοβουλία αλλά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ένας πόλεμος που απαιτούσε μαζική παραγωγή σχεδιασμένη από το κράτος, το οποίο ήταν και ο βασικός καταναλωτής της. Έτσι, ο πόλεμος συνέδεσε και πάλι την οικονομία με την πολιτική, τις οποίες είχε χωρίσει ο κλασσικός φιλελευθερισμός. Το έδαφος για το Μπρέτον Γουντς είχε στρωθεί.
Έτσι, 1-22 Ιουλίου 1944, με τον Πόλεμο ακόμη να μαίνεται, εκπρόσωποι 44 κρατών συνατήθηκαν στο Μπρέτον Γουντς του Νιου Χαμσάιρ, προκειμένου να συζητήσουν τα οικονομικά σχέδια για την μεταπολεμική ειρήνη. Η πίεση να βρεθεί αντίδοτο για την αναμενόμενη αύξηση της σοβιετικής επιρροής ήταν έντονη. Έπρεπε να δομηθεί τάχιστα μια διεθνής συνεργασία βασισμένη σε μια παγκόσμια αγορά, όπου κεφάλαια και αγαθά θα κινούνταν ελεύθερα ενώ θα υπήρχαν παγκόσμιοι θεσμοί που θα ρύθμιζαν αυτή την κίνηση με σκοπό μια μεγαλύτερη σταθερότητα και προβλεψιμότητα.
Παράλληλα, στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε ωριμάσει πλέον η ιδέα ότι η χώρα έπρεπε να βγει από τον απομονωτισμό της. Η συμμετοχή των ΗΠΑ στον Πόλεμο είχε δείξει πως η ισχύς τους ήταν τέτοια ώστε μπορούσαν να διαδεχθούν την Μεγάλη Βρεττανία στον ρόλο της κοσμοκράτειρας. Ταυτόχρονα, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ αντιλαμβανόταν ότι ο βρεττανικός λέων είχε γεράσει και διέβλεπε τον κίνδυνο να υπερκερασθεί από την σοβιετική αρκούδα. Η Βρεττανία δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο σε καμμιά περίπτωση. Προτιμούσε να βρεθεί κάτω από την πρώην αποικία της παρά να διακινδυνεύσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου με την αναμενόμενη μεταπολεμική εξάπλωση του κομμουνισμού. Έτσι, λοιπόν, μια διεθνής σύσκεψη, η οποία θα επιχειρούσε να διευθετήσει με πολιτικό τρόπο τα οικονομικά ζητήματα ολόκληρου του καπιταλιστικού κόσμου, της έδινε την δυνατότητα να "μεταβιβάσει" την πρωτοκαθεδρία της πέραν του Ατλαντικού, με τρόπο που θα διασφάλιζε τα καπιταλιστικά της κεκτημένα.
Τα αποτελέσματα των όσων συζητήθηκαν στο Μπρέτον Γουντς θα τα δούμε στο επόμενο σημείωμα.
(Σημείωση: Δεν περίμενα ότι αυτά τα κείμενα περί νεοφιλελευθερισμού θα προκαλούσαν τόσες αντιδράσεις και τόσα σχόλια, τόσο εδώ όσο και στους ιστοχώρους που τα αναδημοσιεύουν. Ελπίζω ότι στην πορεία θα δοθούν, μέσα από τα κείμενα, απαντήσεις σε πολλά απ' αυτά τα σχόλια. Πάντως, θα επανέλθω σ' αυτά στο τέλος του αφιερώματος.)
"...τεράστιο πληθωρισμό και υπέρογκη ανεργία. Τον Οκτώβριο του 1929 οι τιμές διαφόρων βασικών υλών και τροφίμων είχαν χάσει τα 3/4 της αξίας τους"
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτοαντιφατικό δεν είναι αυτό; Αν υπήρχε "τεράστιος πληθωρισμός" δεν θα έπρεπε να ανέβουν οι τιμές των βασικών υλών και τροφίμων;
@Αγγελος
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι δεν είναι αντιφατικό, αλλά η διατύπωση όντως δεν βοηθάει. Τα προϊόντα είχαν πολύ υψηλή τιμή, αλλά η αξία -η αντικειμενική τους αξία αν μπορούμε να το πούμε έτσι- είχε μειωθεί λαμβάνοντας υπόψη την υποτίμηση της αξίας των νομισμάτων. Π.χ. μπορεί το νόμισμα να είχε χάσει το 90% της αξίας του, άρα η 1 παλιά δραχμή να ισούταν με 10, αλλά η τιμή του προϊόντος είχε αυξηθεί στις 5 δραχμές. Σε αντικειμενική αξία αυτό σήμαινε 50% μείωση της αξίας του προϊόντος.
Βέβαια, ο μισθός σου δεν ανέβαινε αντίστοιχα με τον πληθωρισμό, οπότε φτώχαινες πιο γρήγορα από ότι μειωνόταν η αξία των αγαθών.
Αυτό νομίζω θέλει να πει ο ποιητής!