Το μόνο που δεν αμφισβητείται από τις χτεσινές εκλογές στην Τουρκία, είναι ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα παραμείνει πρόεδρος και για τα επόμενα πέντε χρόνια. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: κατάφερε, τελικά, ο Ερντογάν να γίνει σουλτάνος στην θέση του σουλτάνου ή η χτεσινή του νίκη είναι η πλέον πύρρεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας; Πάνω σ' αυτό γίνονται πολλές συζητήσεις ήδη από χτες και δεν έχω σκοπό να τις αναμεταδώσω εδώ. Το μόνο που επιδιώκει το σημερινό σημείωμα είναι να καταγράψει μερικές σκέψεις, οι οποίες μάλλον δεν θα πολυακουστούν.
Ας αρχίσουμε με το αναμφισβήτητο γεγονός τής επανεκλογής Ερντογάν. Κοντεύει να συμπληρωθεί εικοσαετία από την εποχή που το όνομα του τούρκου προέδρου άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στα πολιτικά πράγματα της γείτονος χώρας και όμως ο κόσμος εξακολουθεί να τον ψηφίζει. Στις χτεσινές εκλογές μάλιστα το ποσοστό συμμετοχής ξεπέρασε το 85%, φτάνοντας σε επίπεδα που η Δύση δεν μπορεί καν να ονειρευτεί. Πώς τα καταφέρνει ο Ερντογάν, λοιπόν, να κερδίζει συνεχώς επί τόσα χρόνια;
Κατ' αρχάς, ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται πλήρως τον παράγοντα που λέγεται ισλάμ. Στις εκτός των μεγάλων πόλεων ενδοχώρα και στις ανατολικές περιοχές, όπου τα ποσοστά αμορφωσιάς είναι υψηλά, το θρησκευτικό συναίσθημα είναι έντονο. Από την στιγμή που ο Ερντογάν τρέφει αυτό το συναίσθημα, εκατομμύρια θεοσεβούμενοι πεινασμένοι πίνουν νερό στο όνομά του. Εκατομμύρια γυναίκες, οι οποίες επί Ερντογάν απέκτησαν το δικαίωμα να κυκλοφορούν ανενόχλητες, να πηγαίνουν σχολείο και να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε κοινωνική εκδήλωση φορώντας την μαντήλα τους, έχουν κάνει την φωτογραφία τού προέδρου εικόνισμα. Αυτός είναι ο λόγος που το ΑΚΡ (το κόμμα του Ερντογάν) σαρώνει στις εν λόγω περιοχές, φτάνοντας σε ορισμένα σημεία και το 90%. Αντίθετα, στις πιο "εξευγενισμένες" και πιο εξευρωπαϊσμένες περιοχές, όπως η ανατολική Θράκη και τα παράλια του Αιγαίου, η επιρροή του είναι καταφανώς μειωμένη.
Εκτός από το ισλάμ, ο Ερντογάν παίζει θαυμάσια και το παιχνίδι που λέγεται οικονομία. Επί μιάμιση δεκαετία η Τουρκία σημειώνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε σημείο που πολλοί δυτικοί αναλυτές (ανάμεσά τους και αρκετοί δικοί μας) να την παρουσιάζουν ως υπόδειγμα για μίμηση. Η αύξηση του ΑΕΠ επέτρεψε στις κυβερνήσεις του ΑΚΡ να ενισχύσουν τα χαμηλά λαϊκά στρώματα, δίνοντας την ψευδαίσθηση σε εκατομμύρια φτωχούς τούρκους ότι έγιναν μικρομεσαία ή ακόμη και μεσαία τάξη. Φυσικά, μια ανάπτυξη που στηριζόταν καταφανώς στα υψηλά χρέη δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί στο διηνεκές, οπότε τα φαινόμενα που παρατηρούνται εδώ και κάμποσους μήνες (εκτροχιασμένος πληθωρισμός, κατακρήμνιση της λίρας, επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου κλπ) ήσαν απολύτως αναμενόμενα.
Γιατί, όμως, ο Ερντογάν κερδίζει ακόμη και τώρα, που έχει ξεσπάσει η καταιγίδα; Διότι, πολύ απλά, οι αντίπαλοί του δεν μπορούν να προτείνουν απτές φιλολαϊκές λύσεις, επειδή τέτοιες λύσεις σε προβλήματα του κεφαλαίου δεν υπάρχουν. Ή θα έπρεπε να προτείνουν στους ψηφοφόρους κάποια φάρμακα νεοφιλελεύθερης προέλευσης (σαν αυτά που πήραμε εμείς την τελευταία οκταετία) ή θα έπρεπε να μιλήσουν για ριζική ανατροπή τού συστήματος. Επειδή, λοιπόν, το πρώτο αντενδείκνυται σε πολιτικούς που διεκδικούν λαϊκή ψήφο και το δεύτερο είναι ακατανόητο γι' αυτούς, αναγκαστικά έπαιξαν στο γήπεδο του Ερντογάν, με τους δικούς του όρους, περιοριζόμενοι σε δηλώσεις καλών προθέσεων και αόριστες υποσχέσεις.
Απέναντι σε μια βαθειά συντηρητική κοινωνία, η οποία μισεί την αβεβαιότητα και αποφεύγει τις αλλαγές σε δύσκολες περιόδους (όπως κάθε συντηρητική κοινωνία), ο Ερντογάν προσφέρει την σιγουριά τού γνωστού, του πεπατημένου, του "αυτόν ξέρουμε, αυτόν εμπιστευόμαστε". Όπως εύστοχα σημειώνει ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος στην Χρυσή Διαθήκη του, "είναι προτιμώτερα τα ράκη τού παρελθόντος από τας αβεβαίους πορφύρας τού μέλλοντος". Με άλλα λόγια, το δίλημμα του φτωχού τούρκου πολίτη θα μπορούσε να εκφραστεί απλά ως: "γιατί να είναι κάποιος άλλος ο κατάλληλος για να λύσει τα οικονομικά προβλήματά μας και όχι ο Ερντογάν, ο οποίος τόσα χρόνια μάς έδωσε και κάτι, εν πάση περιπτώσει;"
Παράλληλα, ο Ερντογάν φροντίζει να ενισχύει τα εθνικιστικά αισθήματα ενός εν πολλοίς αμόρφωτου λαού αλλά και την εθνική του περηφάνεια. Την ώρα που όλοι οι αντίπαλοί του διαφημίζουν τις άριστες σχέσεις τους με την Δύση και δηλώνουν την επιθυμία τους να εκσυγχρονίσουν την χώρα και να κάνουν τους τούρκους ευρωπαίους, ο Ερντογάν στέκεται απέναντί τους ως "περήφανος τούρκος" που τολμάει να αντιτίθεται στους ισχυρούς και να ονειρεύεται μια πανίσχυρη Τουρκία, άξιο διάδοχο της μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν θέλετε να κάνουμε έναν παραλληλισμό εδώ, ας θυμηθούμε την πρόσφατη αποστροφή τού δικού μας μητροπολίτη Καστοριάς, όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως η κυβέρνηση απεμπόλησε τον όνομα της Μακεδονίας με αντάλλαγμα την ρύθμιση του χρέους: "εμείς θέλουμε την Μακεδονία μας κι ας τρώμε πέτρες". Τέτοιες αποστροφές έχουν πάντοτε πέραση σε αμόρφωτες μάζες, που έχουν γαλουχηθεί με "εθνικές περηφάνειες" κάθε μορφής.
Πάμε παρακάτω. Πέρα από κάθε σκέψη και ανάλυση, οι οποίες μπορεί να είναι και λαθεμένες, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια το ΑΚΡ δεν κατάφερε να κερδίσει αυτοδυναμία. Το κόμμα τού Ερντογάν εξέλεξε μόνο 293 βουλευτές σε μια βουλή 600 εδρών (είχε 315 σε βουλή 550 εδρών) αλλά καταφέρνει να διατηρεί την εξουσία χάρη στην σύμπραξή του με το ακροδεξιό εθνικιστικό ΜΗΡ (το κόμμα των Γκρίζων Λύκων), το οποίο μάζεψε 11,22% και εξέλεξε 49 βουλευτές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο Ερντογάν θα εξαρτάται πλέον από τους εθνικιστές τού ΜΗΡ, οι οποίοι θα έχουν ανά πάσα στιγμή την δυνατότητα να μπλοκάρουν στην βουλή οποιαδήποτε απόφασή του.
Αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι από σήμερα στην Τουρκία ισχύει το νέο σύνταγμα, το οποίο δίνει στον πρόεδρο αυξημένες εξουσίες και καταργεί τις εκλογές για πρωθυπουργό, είναι σαφές ότι ο Ερντογάν θα ήθελε να κάνει τα κουμάντα μόνος του, δίχως να εξαρτάται από τα κέφια των εθνικιστών τού ΜΗΡ. Με άλλα λόγια, με τις χτεσινές εκλογές ο Ρετζέπ Ταγίπ έγινε σουλτάνος αλλά όχι ο απόλυτος σουλτάνος που θα ήθελε και που είχε κατά νου όταν σχεδίαζε το νέο σύνταγμα. Κάπου εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία τής χτεσινής του κατήφειας παρά την νίκη και την επιτυχημένη (όπως ο ίδιος λέει) "δημοκρατική επανάσταση" που -υποτίθεται πως- πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία. Πράγματι, πρώτη φορά είδαμε τόσο κατσούφη νικητή εκλογών. Τι θα ακολουθήσει; Ίδωμεν.
Ας αρχίσουμε με το αναμφισβήτητο γεγονός τής επανεκλογής Ερντογάν. Κοντεύει να συμπληρωθεί εικοσαετία από την εποχή που το όνομα του τούρκου προέδρου άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του στα πολιτικά πράγματα της γείτονος χώρας και όμως ο κόσμος εξακολουθεί να τον ψηφίζει. Στις χτεσινές εκλογές μάλιστα το ποσοστό συμμετοχής ξεπέρασε το 85%, φτάνοντας σε επίπεδα που η Δύση δεν μπορεί καν να ονειρευτεί. Πώς τα καταφέρνει ο Ερντογάν, λοιπόν, να κερδίζει συνεχώς επί τόσα χρόνια;
Φαίνεται πως οι οπαδοί τού Ερντογάν δεν έχουν καταλάβει πως ο ηγέτης τους προσπαθεί να σβήσει τον κεμαλισμό. |
Κατ' αρχάς, ο Ερντογάν εκμεταλλεύεται πλήρως τον παράγοντα που λέγεται ισλάμ. Στις εκτός των μεγάλων πόλεων ενδοχώρα και στις ανατολικές περιοχές, όπου τα ποσοστά αμορφωσιάς είναι υψηλά, το θρησκευτικό συναίσθημα είναι έντονο. Από την στιγμή που ο Ερντογάν τρέφει αυτό το συναίσθημα, εκατομμύρια θεοσεβούμενοι πεινασμένοι πίνουν νερό στο όνομά του. Εκατομμύρια γυναίκες, οι οποίες επί Ερντογάν απέκτησαν το δικαίωμα να κυκλοφορούν ανενόχλητες, να πηγαίνουν σχολείο και να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε κοινωνική εκδήλωση φορώντας την μαντήλα τους, έχουν κάνει την φωτογραφία τού προέδρου εικόνισμα. Αυτός είναι ο λόγος που το ΑΚΡ (το κόμμα του Ερντογάν) σαρώνει στις εν λόγω περιοχές, φτάνοντας σε ορισμένα σημεία και το 90%. Αντίθετα, στις πιο "εξευγενισμένες" και πιο εξευρωπαϊσμένες περιοχές, όπως η ανατολική Θράκη και τα παράλια του Αιγαίου, η επιρροή του είναι καταφανώς μειωμένη.
Εκτός από το ισλάμ, ο Ερντογάν παίζει θαυμάσια και το παιχνίδι που λέγεται οικονομία. Επί μιάμιση δεκαετία η Τουρκία σημειώνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε σημείο που πολλοί δυτικοί αναλυτές (ανάμεσά τους και αρκετοί δικοί μας) να την παρουσιάζουν ως υπόδειγμα για μίμηση. Η αύξηση του ΑΕΠ επέτρεψε στις κυβερνήσεις του ΑΚΡ να ενισχύσουν τα χαμηλά λαϊκά στρώματα, δίνοντας την ψευδαίσθηση σε εκατομμύρια φτωχούς τούρκους ότι έγιναν μικρομεσαία ή ακόμη και μεσαία τάξη. Φυσικά, μια ανάπτυξη που στηριζόταν καταφανώς στα υψηλά χρέη δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί στο διηνεκές, οπότε τα φαινόμενα που παρατηρούνται εδώ και κάμποσους μήνες (εκτροχιασμένος πληθωρισμός, κατακρήμνιση της λίρας, επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου κλπ) ήσαν απολύτως αναμενόμενα.
Γιατί, όμως, ο Ερντογάν κερδίζει ακόμη και τώρα, που έχει ξεσπάσει η καταιγίδα; Διότι, πολύ απλά, οι αντίπαλοί του δεν μπορούν να προτείνουν απτές φιλολαϊκές λύσεις, επειδή τέτοιες λύσεις σε προβλήματα του κεφαλαίου δεν υπάρχουν. Ή θα έπρεπε να προτείνουν στους ψηφοφόρους κάποια φάρμακα νεοφιλελεύθερης προέλευσης (σαν αυτά που πήραμε εμείς την τελευταία οκταετία) ή θα έπρεπε να μιλήσουν για ριζική ανατροπή τού συστήματος. Επειδή, λοιπόν, το πρώτο αντενδείκνυται σε πολιτικούς που διεκδικούν λαϊκή ψήφο και το δεύτερο είναι ακατανόητο γι' αυτούς, αναγκαστικά έπαιξαν στο γήπεδο του Ερντογάν, με τους δικούς του όρους, περιοριζόμενοι σε δηλώσεις καλών προθέσεων και αόριστες υποσχέσεις.
Απέναντι σε μια βαθειά συντηρητική κοινωνία, η οποία μισεί την αβεβαιότητα και αποφεύγει τις αλλαγές σε δύσκολες περιόδους (όπως κάθε συντηρητική κοινωνία), ο Ερντογάν προσφέρει την σιγουριά τού γνωστού, του πεπατημένου, του "αυτόν ξέρουμε, αυτόν εμπιστευόμαστε". Όπως εύστοχα σημειώνει ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος στην Χρυσή Διαθήκη του, "είναι προτιμώτερα τα ράκη τού παρελθόντος από τας αβεβαίους πορφύρας τού μέλλοντος". Με άλλα λόγια, το δίλημμα του φτωχού τούρκου πολίτη θα μπορούσε να εκφραστεί απλά ως: "γιατί να είναι κάποιος άλλος ο κατάλληλος για να λύσει τα οικονομικά προβλήματά μας και όχι ο Ερντογάν, ο οποίος τόσα χρόνια μάς έδωσε και κάτι, εν πάση περιπτώσει;"
Παράλληλα, ο Ερντογάν φροντίζει να ενισχύει τα εθνικιστικά αισθήματα ενός εν πολλοίς αμόρφωτου λαού αλλά και την εθνική του περηφάνεια. Την ώρα που όλοι οι αντίπαλοί του διαφημίζουν τις άριστες σχέσεις τους με την Δύση και δηλώνουν την επιθυμία τους να εκσυγχρονίσουν την χώρα και να κάνουν τους τούρκους ευρωπαίους, ο Ερντογάν στέκεται απέναντί τους ως "περήφανος τούρκος" που τολμάει να αντιτίθεται στους ισχυρούς και να ονειρεύεται μια πανίσχυρη Τουρκία, άξιο διάδοχο της μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν θέλετε να κάνουμε έναν παραλληλισμό εδώ, ας θυμηθούμε την πρόσφατη αποστροφή τού δικού μας μητροπολίτη Καστοριάς, όταν κυκλοφόρησε η φήμη πως η κυβέρνηση απεμπόλησε τον όνομα της Μακεδονίας με αντάλλαγμα την ρύθμιση του χρέους: "εμείς θέλουμε την Μακεδονία μας κι ας τρώμε πέτρες". Τέτοιες αποστροφές έχουν πάντοτε πέραση σε αμόρφωτες μάζες, που έχουν γαλουχηθεί με "εθνικές περηφάνειες" κάθε μορφής.
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: ο κατσούφης σουλτάνος |
Πάμε παρακάτω. Πέρα από κάθε σκέψη και ανάλυση, οι οποίες μπορεί να είναι και λαθεμένες, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια το ΑΚΡ δεν κατάφερε να κερδίσει αυτοδυναμία. Το κόμμα τού Ερντογάν εξέλεξε μόνο 293 βουλευτές σε μια βουλή 600 εδρών (είχε 315 σε βουλή 550 εδρών) αλλά καταφέρνει να διατηρεί την εξουσία χάρη στην σύμπραξή του με το ακροδεξιό εθνικιστικό ΜΗΡ (το κόμμα των Γκρίζων Λύκων), το οποίο μάζεψε 11,22% και εξέλεξε 49 βουλευτές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο Ερντογάν θα εξαρτάται πλέον από τους εθνικιστές τού ΜΗΡ, οι οποίοι θα έχουν ανά πάσα στιγμή την δυνατότητα να μπλοκάρουν στην βουλή οποιαδήποτε απόφασή του.
Αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι από σήμερα στην Τουρκία ισχύει το νέο σύνταγμα, το οποίο δίνει στον πρόεδρο αυξημένες εξουσίες και καταργεί τις εκλογές για πρωθυπουργό, είναι σαφές ότι ο Ερντογάν θα ήθελε να κάνει τα κουμάντα μόνος του, δίχως να εξαρτάται από τα κέφια των εθνικιστών τού ΜΗΡ. Με άλλα λόγια, με τις χτεσινές εκλογές ο Ρετζέπ Ταγίπ έγινε σουλτάνος αλλά όχι ο απόλυτος σουλτάνος που θα ήθελε και που είχε κατά νου όταν σχεδίαζε το νέο σύνταγμα. Κάπου εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία τής χτεσινής του κατήφειας παρά την νίκη και την επιτυχημένη (όπως ο ίδιος λέει) "δημοκρατική επανάσταση" που -υποτίθεται πως- πραγματοποιήθηκε στην Τουρκία. Πράγματι, πρώτη φορά είδαμε τόσο κατσούφη νικητή εκλογών. Τι θα ακολουθήσει; Ίδωμεν.
Μήπως -σὰν Ἑλλάδα- μᾶς συμφέρει νὰ ὑπάρχει ἕνας ἰσλαμιστὴς (ἔστω καὶ ἤπιος) ἀπὸ ἕναν κεμαλιστή; Οἱ κεμαλιστὲς (καὶ γενικὰ οἱ εὐρωπαϊστὲς) τῆς Τουρκίας εἶναι οἱ πιὸ ἀνθέλληνες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ, πολλὲς φορὲς ἔχουν συλληφθεῖ "γκρίζοι λύκοι" νὰ πυρπολοῦν τὰ δάση μας (καταγγελίες ὑπάρχουν στὸν Τύπο τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 1985).
ΑπάντησηΔιαγραφή