Επόμενος σταθμός στο μεγαλοβδομαδιάτικο ποιητικό μας περιδιάβασμα, το "Φως που καίει", του Κώστα Βάρναλη. Δεν χρειάστηκε να ξοδέψω πολύ χρόνο για να αποφασίσω ποιο κομμάτι να επιλέξω, ανάμεσα στα πολλά ποιήματα που έχει γράψει ο Βάρναλης για την μεγάλη εβδομάδα. Μπορεί να μη με εκπλήσσει πλέον η στιχουργική άνεση και η κοφτερή σαν ξυράφι γλώσσα του αλλά εξακολουθώ να θαυμάζω ανυπόκριτα τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα του: η κατά Βάρναλη "Μάνα του Χριστού" είναι ίσως η πιο ανθρώπινη της λογοτεχνίας μας. Αντιγράφω από την συγκεντρωτική έκδοση "Κώστας Βάρναλης: Άπαντα τα ποιητικά 1904-1975" (Κέδρος, 2014):
Η Μάνα του Χριστού
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ενα κόκκινο σπίτι σ' αυλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι αμ' ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν’ ανασαίνει βαθιά τ' όλο κέδρον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θά 'φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά 'φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει σαν της παίρνουν το τέκνο η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι όσο η γήλιος να πέσει και νά 'ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ' οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;", τί πες "Νά 'μαι";
Αχ, δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα!
Η Μάνα του Χριστού
Κώστας Βάρναλης - Αίγινα, 1931 |
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ενα κόκκινο σπίτι σ' αυλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι αμ' ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν’ ανασαίνει βαθιά τ' όλο κέδρον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θά 'φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά 'φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει σαν της παίρνουν το τέκνο η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Μάριος Βάρβογλης |
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι όσο η γήλιος να πέσει και νά 'ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ' οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;", τί πες "Νά 'μαι";
Αχ, δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα!
Γιατί αραγε καθε που το διαβαζω βουρκώνω;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ.
"...Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα!"
ΑπάντησηΔιαγραφή...αλλά, όταν σε μάθω, θάναι η Δευτέρα Παρουσία!
(με πιάνεις, θοδωρή;)
"Χριστός Ανέστη", λοιπόν και ...μαγκιά του!
Σε όλους μας!