Τελευταία εργάσιμη μέρα του χρόνου, σήμερα. Και Παρασκευή. Ποιός έχει όρεξη για δουλειά τέτοια μέρα; Καλομάθαμε και με τον περίπατό μας το προηγούμενο διήμερο... Αμάν πια με την δουλειά! Εγώ λέω να τα παρατήσουμε και να μαζευτούμε να πάμε μια βόλτα κατά το Θησείο, να πιούμε καμμιά μπυρίτσα ή κανένα τσίπουρο. Κι αν θέλουμε να το ευχαριστηθούμε πραγματικά, λέω να ταξιδέψουμε και λίγο στον χρόνο. Ας πούμε... ίσαμε τις αρχές της δεκαετίας τού 1930.
Δίχως να το καταλάβουμε, περπατώντας και κουβεντιάζοντας, βρισκόμαστε πίσω από την Αρχαία Αγορά, απέναντι ακριβώς από την Στοά του Αττάλου και πιάνουμε να κατηφορίζουμε την Ακάμαντος. Ξέρουμε πού πάμε. Εκεί που η Ακάμαντος συναντά την Στησικλέους, αμέσως δεξιά, στο νούμερο 28, βρίσκεται μια από τις πιο ξακουστές μπυραρίες της Αθήνας. Είναι η εποχή που οι μπυραρίες (ή απλά "μπύρες") εξελίσσονται σε στέκια των κουτσαβάκηδων και των παλληκαράδων, μετά το κυνήγι που τους έκανε η αστυνομία στις ταβέρνες. Όπως λέει ο Τίμος Μωραϊτίνης, "οι ιππόται της ταβέρνας εξελίχθησαν εις ιππότας των ζυθοπωλείων". Εμείς, όμως, δεν έχουμε πρόβλημα γιατί αφ' ενός μεν είναι ακόμη νωρίς για τα κουτσαβάκια αφ' ετέρου δε το μαγαζί που πηγαίνουμε έχει για ιδιοκτήτη έναν λεβέντη, έναν ωραίο μάγκα από τους λίγους, που δεν γουστάρει φασαρίες και δεν αφήνει κανένα να ξεφύγει από το ίσο.
Η μπυραρία ανήκει στον Κώστα Ααρών, γεννημένο το 1894 και γνωστό στην πιάτσα με το παρανόμι "Πίκινος", εξ ου και το μαγαζί αναφέρεται ως "Μπύρα του Πίκινου". Η γειτονιά είναι καλή για τέτοια μαγαζιά. Σε τούτη την πλευρά της Ακρόπολης, από το Θησείο και τα Πετράλωνα ως τον Βοτανικό, οι ρεμπέτες βρίσκονται στο σπίτι τους. Το ρεμπέτικο στοιχείο τροφοδοτείται αφειδώλευτα από τους πρόσφυγες που έχουν εγκατασταθεί στις γύρω γειτονιές (Παλιά Σφαγεία, Ασύρματος, Αεριόφωτος κλπ) και όλες οι μπυραρίες έχουν κι από μια κομπανία, που διασκεδάζει τους θαμώνες μέχρι το πρωί. Κι όταν λέμε μέχρι το πρωί, το εννοούμε. Αν έπεφταν τα τάλληρα και γινόταν γαζέτα, τα τέλια χτυπάγανε έστω κι αν ο ήλιος είχε σηκωθεί πέντε πιθαμές ψηλά.
Πέρα από το ότι ο Πίκινος βαστάει παλάντζο και στο μαγαζί του δεν γίνονται τσακωμοί, έχουμε κι άλλον λόγο που διαλέξαμε την δική του μπυραρία ανάμεσα σε τόσες άλλες. Εκεί παίζει μπουζούκι και τραγουδάει ο μεγάλος Κώστας Ρούκουνας (για τους φίλους "Σαμιωτάκι"), με παρέα το βιολί του Γιώργη Κερατζόπουλου και το σαντούρι του Κώστα Τζόβενου. Βέβαια, τέτοια ώρα οι καλλιτέχνες μάλλον κοιμούνται αλλά ποιός ξέρει; Μέχρι να πιούμε τις μπύρες μας, μπορεί να περάσει κι ο Ρούκουνας για καφέ κι από κει και πέρα όλα γίνονται.
Έτσι, στο σπινό άλλωστε δεν άρχισαν όλα εκείνο το σαββατόβραδο του 1931; Έτσι κάλιασε και τότε να αρριβάρουν νωρίς ο Ρούκουνας με τους άλλους δυο για καφέ. Στο παραδίπλα τραπέζι ρουφάνε πεντ'-έξι σοβατζήδες. Σάββατο κι έχουν τις τσέπες γεμάτες, οπότε τους παίρνει να σκορπίσουν μερικά τάλληρα. Τα όργανα μυρίζονται την γαζέτα και παίρνουν μπρος μεσ' στο απομεσήμερο. Κι όσο βαράγανε τα όργανα τόσο πίνανε οι σοβατζήδες, κι όσο πίνανε τόσο δίνανε παραγγελιές.
Μόνο που σαν πέρασε η ώρα, στο μαγαζί άρχισαν να μπαίνουν κι άλλες παρέες ώσπου ήρθε και γέμισε. Κι εκτός από τους σοβατζήδες, βρέθηκαν κι άλλοι με τάλληρα στις τσέπες κι άρχισαν κι αυτοί να δίνουν τις δικές τους παραγγελιές. Κάποια στιγμή το γκαρσόνι, καθώς έπαιρνε καινούργια παραγγελιά από τους σοβατζήδες, έδειξε ένα τραπέζι στο βάθος και ξεστόμισε την βαρειά κουβέντα: "αμέσως μετά την παραγγελιά των κυρίων". Ποιών κυρίων; Εμείς ακουμπάμε το χαρτί εδώ και ώρες και τώρα προηγούνται οι κύριοι; Μας προσβλήνεις κύριος. "Μα..." το γκαρσόνι, "τι μα, ρε;", πέφτει το πρώτο μπινελίκι, "σας παρακαλώ" το γκαρσόνι, "τι μας παρακαλάς ρε;", βγαίνει και ο σουγιάς.
Το άγρυπνο μάτι τού Πίκινου έχει πιάσει την φάση από την αρχή αλλά δεν επεμβαίνει αμέσως, περιμένοντας το ξεθύμασμα. Όταν βγήκε ο σουγιάς, όμως, πλησίασε. Πλησίασε σαν μάγκας, δίχως βιάση, θέλοντας να δείξει σε όλους ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο. Παρ' ότι έχει να κάνει με πιωμένους, προσπαθεί να τους εξηγήσει με ηρεμία ότι κάθε ορχήστρα είναι υποχρεωμένη να σέβεται όλους τους πελάτες και να εξυπηρετεί τους πάντες δίχως διακρίσεις. Είναι τόσο πειστικός ώστε όχι μόνο ησυχάζουν οι σοβατζήδες αλλά τους παίρνει και τον σουγιά.
Δυστυχώς, η ηρεμία δεν βάσταξε πολύ. Το πολύ πιόμα λύνει εύκολα το ζουνάρι για καβγά και λίγο αργότερα η παρέα άρχισε να βρίζει τον Τζόβενο. Εκείνος έκανε πως δεν άκουγε, οπότε κάποιος από δαύτους του πέταξε ένα ποτήρι. Το βλέπει ο Πίκινος κι αλλάζει χαρτί. Πάει και στήνεται μπροστά τους, με τα χέρια στην μέση. "Μάγκες, πληρώστε τον λογαριασμό και σπάστε". Μπροστά στο θεριό, σηκώθηκαν όλοι με τα κεφάλια σκυμμένα, πέταξαν τα λεφτά στο τραπέζι και κάνανε να φύγουν. Μόνο που ένας από δαύτους γύρισε απότομα και κάρφωσε μπαμπέσικα μια σουγιαδιά στην κοιλιά του Πίκινου. Με τον ίδιο σουγιά που λίγο πριν τους είχε επιστρέψει ο Πίκινος.
Η ώρα έχει πάει τρεις το ξημέρωμα της Κυριακής 28 Ιουνίου καθώς ο Πίκινος σωριάζεται αιμόφυρτος. Μεταφέρεται στο Δημοτικό Νοσοκομείο και χειρουργείται αμέσως, αλλά το χτύπημα είναι βαρύ. Το θεριό πάλεψε με τον χάρο δώδεκα ολόκληρα μερόνυχτα αλλά δεν τα κατάφερε. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν όλοι οι ρεμπέτες της περιοχής, με πρώτο τον αδερφό του τον Μήτσο, που όλοι τον ξέρανε ως "Κανείς".
Τρία χρόνια αργότερα, ο Κώστας Ρούκουνας, ο οποίος είχε μεγάλη φιλία με τον μακαρίτη, έβγαλε από την Πάρλοφον ένα δισκάκι με το τραγούδι "Ο Πίκινος". Και δυο χρόνια πιο μετά έβγαλε και το "Η μπύρα του Πίκινου", για να διηγηθεί την ιστορία ενός μαγαζιού που είχε ήδη κλείσει. Το κτήριο έγινε αργότερα βιοτεχνία χαρτόκουτων, έγινε χώρος όπου γυρίστηκαν σκηνές από την ταινία "Το αμαξάκι" (Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου κλπ), έγινε τυπογραφείο... Σήμερα στέκει ακόμη στην θέση του, ανακαινισμένο ("αναπαλαιωμένο" το λένε οι άσχετοι) και λειτουργεί ως ταβέρνα.
Δίχως να το καταλάβουμε, περπατώντας και κουβεντιάζοντας, βρισκόμαστε πίσω από την Αρχαία Αγορά, απέναντι ακριβώς από την Στοά του Αττάλου και πιάνουμε να κατηφορίζουμε την Ακάμαντος. Ξέρουμε πού πάμε. Εκεί που η Ακάμαντος συναντά την Στησικλέους, αμέσως δεξιά, στο νούμερο 28, βρίσκεται μια από τις πιο ξακουστές μπυραρίες της Αθήνας. Είναι η εποχή που οι μπυραρίες (ή απλά "μπύρες") εξελίσσονται σε στέκια των κουτσαβάκηδων και των παλληκαράδων, μετά το κυνήγι που τους έκανε η αστυνομία στις ταβέρνες. Όπως λέει ο Τίμος Μωραϊτίνης, "οι ιππόται της ταβέρνας εξελίχθησαν εις ιππότας των ζυθοπωλείων". Εμείς, όμως, δεν έχουμε πρόβλημα γιατί αφ' ενός μεν είναι ακόμη νωρίς για τα κουτσαβάκια αφ' ετέρου δε το μαγαζί που πηγαίνουμε έχει για ιδιοκτήτη έναν λεβέντη, έναν ωραίο μάγκα από τους λίγους, που δεν γουστάρει φασαρίες και δεν αφήνει κανένα να ξεφύγει από το ίσο.
Αριστερά, ο Κώστας "Πίκινος" Ααρών - Δεξιά, ο Κώστας Ρούκουνας |
Η μπυραρία ανήκει στον Κώστα Ααρών, γεννημένο το 1894 και γνωστό στην πιάτσα με το παρανόμι "Πίκινος", εξ ου και το μαγαζί αναφέρεται ως "Μπύρα του Πίκινου". Η γειτονιά είναι καλή για τέτοια μαγαζιά. Σε τούτη την πλευρά της Ακρόπολης, από το Θησείο και τα Πετράλωνα ως τον Βοτανικό, οι ρεμπέτες βρίσκονται στο σπίτι τους. Το ρεμπέτικο στοιχείο τροφοδοτείται αφειδώλευτα από τους πρόσφυγες που έχουν εγκατασταθεί στις γύρω γειτονιές (Παλιά Σφαγεία, Ασύρματος, Αεριόφωτος κλπ) και όλες οι μπυραρίες έχουν κι από μια κομπανία, που διασκεδάζει τους θαμώνες μέχρι το πρωί. Κι όταν λέμε μέχρι το πρωί, το εννοούμε. Αν έπεφταν τα τάλληρα και γινόταν γαζέτα, τα τέλια χτυπάγανε έστω κι αν ο ήλιος είχε σηκωθεί πέντε πιθαμές ψηλά.
Πέρα από το ότι ο Πίκινος βαστάει παλάντζο και στο μαγαζί του δεν γίνονται τσακωμοί, έχουμε κι άλλον λόγο που διαλέξαμε την δική του μπυραρία ανάμεσα σε τόσες άλλες. Εκεί παίζει μπουζούκι και τραγουδάει ο μεγάλος Κώστας Ρούκουνας (για τους φίλους "Σαμιωτάκι"), με παρέα το βιολί του Γιώργη Κερατζόπουλου και το σαντούρι του Κώστα Τζόβενου. Βέβαια, τέτοια ώρα οι καλλιτέχνες μάλλον κοιμούνται αλλά ποιός ξέρει; Μέχρι να πιούμε τις μπύρες μας, μπορεί να περάσει κι ο Ρούκουνας για καφέ κι από κει και πέρα όλα γίνονται.
Έτσι, στο σπινό άλλωστε δεν άρχισαν όλα εκείνο το σαββατόβραδο του 1931; Έτσι κάλιασε και τότε να αρριβάρουν νωρίς ο Ρούκουνας με τους άλλους δυο για καφέ. Στο παραδίπλα τραπέζι ρουφάνε πεντ'-έξι σοβατζήδες. Σάββατο κι έχουν τις τσέπες γεμάτες, οπότε τους παίρνει να σκορπίσουν μερικά τάλληρα. Τα όργανα μυρίζονται την γαζέτα και παίρνουν μπρος μεσ' στο απομεσήμερο. Κι όσο βαράγανε τα όργανα τόσο πίνανε οι σοβατζήδες, κι όσο πίνανε τόσο δίνανε παραγγελιές.
Μόνο που σαν πέρασε η ώρα, στο μαγαζί άρχισαν να μπαίνουν κι άλλες παρέες ώσπου ήρθε και γέμισε. Κι εκτός από τους σοβατζήδες, βρέθηκαν κι άλλοι με τάλληρα στις τσέπες κι άρχισαν κι αυτοί να δίνουν τις δικές τους παραγγελιές. Κάποια στιγμή το γκαρσόνι, καθώς έπαιρνε καινούργια παραγγελιά από τους σοβατζήδες, έδειξε ένα τραπέζι στο βάθος και ξεστόμισε την βαρειά κουβέντα: "αμέσως μετά την παραγγελιά των κυρίων". Ποιών κυρίων; Εμείς ακουμπάμε το χαρτί εδώ και ώρες και τώρα προηγούνται οι κύριοι; Μας προσβλήνεις κύριος. "Μα..." το γκαρσόνι, "τι μα, ρε;", πέφτει το πρώτο μπινελίκι, "σας παρακαλώ" το γκαρσόνι, "τι μας παρακαλάς ρε;", βγαίνει και ο σουγιάς.
Το άγρυπνο μάτι τού Πίκινου έχει πιάσει την φάση από την αρχή αλλά δεν επεμβαίνει αμέσως, περιμένοντας το ξεθύμασμα. Όταν βγήκε ο σουγιάς, όμως, πλησίασε. Πλησίασε σαν μάγκας, δίχως βιάση, θέλοντας να δείξει σε όλους ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο. Παρ' ότι έχει να κάνει με πιωμένους, προσπαθεί να τους εξηγήσει με ηρεμία ότι κάθε ορχήστρα είναι υποχρεωμένη να σέβεται όλους τους πελάτες και να εξυπηρετεί τους πάντες δίχως διακρίσεις. Είναι τόσο πειστικός ώστε όχι μόνο ησυχάζουν οι σοβατζήδες αλλά τους παίρνει και τον σουγιά.
Δυστυχώς, η ηρεμία δεν βάσταξε πολύ. Το πολύ πιόμα λύνει εύκολα το ζουνάρι για καβγά και λίγο αργότερα η παρέα άρχισε να βρίζει τον Τζόβενο. Εκείνος έκανε πως δεν άκουγε, οπότε κάποιος από δαύτους του πέταξε ένα ποτήρι. Το βλέπει ο Πίκινος κι αλλάζει χαρτί. Πάει και στήνεται μπροστά τους, με τα χέρια στην μέση. "Μάγκες, πληρώστε τον λογαριασμό και σπάστε". Μπροστά στο θεριό, σηκώθηκαν όλοι με τα κεφάλια σκυμμένα, πέταξαν τα λεφτά στο τραπέζι και κάνανε να φύγουν. Μόνο που ένας από δαύτους γύρισε απότομα και κάρφωσε μπαμπέσικα μια σουγιαδιά στην κοιλιά του Πίκινου. Με τον ίδιο σουγιά που λίγο πριν τους είχε επιστρέψει ο Πίκινος.
Η ώρα έχει πάει τρεις το ξημέρωμα της Κυριακής 28 Ιουνίου καθώς ο Πίκινος σωριάζεται αιμόφυρτος. Μεταφέρεται στο Δημοτικό Νοσοκομείο και χειρουργείται αμέσως, αλλά το χτύπημα είναι βαρύ. Το θεριό πάλεψε με τον χάρο δώδεκα ολόκληρα μερόνυχτα αλλά δεν τα κατάφερε. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν όλοι οι ρεμπέτες της περιοχής, με πρώτο τον αδερφό του τον Μήτσο, που όλοι τον ξέρανε ως "Κανείς".
Σημερινή άποψη του κτηρίου ατην Ακάμαντος 28, όπου βρισκόταν η "Μπύρα του Πίκινου" |
Τρία χρόνια αργότερα, ο Κώστας Ρούκουνας, ο οποίος είχε μεγάλη φιλία με τον μακαρίτη, έβγαλε από την Πάρλοφον ένα δισκάκι με το τραγούδι "Ο Πίκινος". Και δυο χρόνια πιο μετά έβγαλε και το "Η μπύρα του Πίκινου", για να διηγηθεί την ιστορία ενός μαγαζιού που είχε ήδη κλείσει. Το κτήριο έγινε αργότερα βιοτεχνία χαρτόκουτων, έγινε χώρος όπου γυρίστηκαν σκηνές από την ταινία "Το αμαξάκι" (Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου κλπ), έγινε τυπογραφείο... Σήμερα στέκει ακόμη στην θέση του, ανακαινισμένο ("αναπαλαιωμένο" το λένε οι άσχετοι) και λειτουργεί ως ταβέρνα.
Θοδωρή, εξαιρετικά τά κείμενά σου καί αυτή τήν εβδομάδα. Μόνο μιά μικρή αμφιβολία...Δέν γνωρίζω άν τό Σαμιωτάκι ,Ρούκουνας,έπαιζε καί μπουζούκι.Αλλά τό σίγουρο είναι ότι ήταν κιθαρίστας.... Π.Γιώργος.
ΑπάντησηΔιαγραφή