Στην καθημερινότητα της πολιτικής υπάρχει μια διαδικασία η οποία χρησιμοποιείται αόκνως και καθημερινά από τους κρατούντες και τα τσιράκια τους. Δεν ξέρω πώς να την ονομάσω αλλά σκοπός της είναι να διαστρεβλώνει έννοιες ενώ παράλληλα, με κατάλληλη χρήση κοπτικής-ραπτικής, να ετοιμάζει και να σερβίρει βολικές εξηγήσεις για όλα τα στραβά και τα ανάποδα.
Απροκάλυπτο παράδειγμα χρήσης αυτής της διαδικασίας αποτελεί η προσπάθεια του γνωστού μας και μη εξαιρετέτου έγκυρου αναλυτή Γιάννη Πρετεντέρη, όταν προ ετών επιχείρησε, μέσα από την στήλη του στα Νέα, όχι τόσο να δικαιολογήσει τις δολοφονικές επιθέσεις των χρυσαυγητών όσο να τις εξισώσει με τους αγώνες των εργατών: "Όταν έχεις γαλουχηθεί με την αντίληψη ότι νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, υποθέτω ότι δεν έχεις κανένα πρόβλημα να συμφωνήσεις ότι νόμος μπορεί να είναι και το ξύλο του τραμπούκου". Ο Πρετεντέρης εκλαΐκευσε αυτό που είπε πιο "επιστημονικά" ο άλλος ΔΟΛιος έγκριτος, ο Στέφανος Κασιμάτης: "Όσοι πιστεύουμε στη δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή και σοβαρολογώ απολύτως. Είναι η ευκαιρία που δίνεται στη νομιμότητα να αναμετρηθεί , επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς".
Όμως, χαρακτηριστικώτερο παράδειγμα, αν και όχι τόσο απροκάλυπτο, αποτελεί η καραμπινάτη διαστρέβλωση των διαφόρων συνθημάτων που ακούγονται κατά του κοινοβουλίου (π.χ.: θέλουν όλοι κρέμασμα, να καεί το μπουρδέλο η βουλή, αυτοί μας κατάντησαν έτσι κλπ). Ενώ είναι σαφές ότι αυτά τα συνθήματα δεν στρέφονται κατά του κοινοβουλευτισμού αλλά κατά των κλεφτών ή των προδοτών (πιο σωστά: κατά εκείνων που στην κοινή γνώμη φέρονται ως κλέφτες ή προδότες) που βρίσκονται στα βουλευτικά έδρανα, αυτή η ερμηνεία δεν βολεύει την εξουσία. Έτσι, με την διαδικασία που αναφέραμε, αυτά τα συνθήματα καταδικάζονται με την αιτιολογία ότι αβαντάρουν τους εχθρούς τής δημοκρατίας (παναπεί, τους φασίστες) και, επομένως, στρώνουν τον δρόμο για την περαιτέρω ισχυροποίηση της Χρυσής Αυγής.
Έτσι, λοιπόν, η πολιτική κοπτορραπτική προβάλλει ως αβανταδόρους των φασιστών τα συνθήματα κατά του κοινοβουλευτικού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει να κρύψει την πραγματική τροφό του φασισμού, η οποία δεν είναι άλλη από την καταρράκωση κάθε έννοιας κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν φταίει ο υπουργός που δέχεται διακόσια-τριακόσια χιλιάρικα ως δώρο "για να σπουδάσει τα παιδιά του", φταίω εγώ που φωνάζω πως θέλει κρέμασμα. Δεν φταίει η προστυχιά τού "όλοι μαζί τα φάγαμε", φταίω εγώ που πετάω γιαούρτι στην μούρη εκείνου που την ξεστόμισε. Φταίω μόνον εγώ. Εκείνοι απαλλάσσονται.
Η αλήθεια είναι ότι σε ένα περιβάλλον καταρρακωμένων εννοιών βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν κάθε μορφής παράσιτα. Όταν η έννοια "πολιτική" φέρνει στο μυαλό πλήθος μουσούδια από μιζαδόρο Άκη μέχρι νόμιμο και ηθικό Βουλγαράκη, η έννοια "κοινωνική ασφάλιση" προκαλεί πικρά γέλια σαν αποτυχημένο ανέκδοτο, η έννοια "εκκλησία" γεννάει συνειρμούς με πρωταγωνιστές από Εφραίμ Βατοπεδινό μέχρι Άνθιμο, Αμβρόσιο και Στυλιανό Πρεβέζης (πού τον θυμήθηκα αυτόν τώρα;), η έννοια "δικαιοσύνη" συνυφαίνεται με δικαστικά κυκλώματα, Γιοσάκηδες και καταδίκες δεκατετράχρονων σε καταναγκαστικά έργα και η έννοια "ασφάλεια" προκαλεί ανατριχίλες με εικόνες από ΕΑΤ-ΕΣΑ μέχρι δακρυγόνα και ματατζίδικο στειλιάρι σε συνταξιούχους, είναι λογικό να σκάει μύτη από την γωνία ο φασίστας. Όταν ο εν πολλοίς αμόρφωτος πολιτικά και εν γένει ανερμάτιστος απλός λαός νιώθει το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του, θα απλώσει το χέρι του για να πιαστεί απ' όπου βρει.
Στο μνημειώδες έργο του "Τα παιδιά της πιάτσας", ο Νίκος Τσιφόρος καταγράφει μια απίθανη σκηνή. Ο αστυνομικός έχει μπροστά του τους ύποπτους για μια απάτη και προσπαθεί να εντοπίσει τον πραγματικό απατεώνα απευθύνοντάς τους μια μνημειώδη ερώτηση: "Και ποιος την έκανε, ρε μάγκες, την φτιάξη με τα βουτύρατα;". Τελικά, ο τσιφόρειος αστυνομικός παίρνει την απάντηση που ζητάει, σε αντίθεση με παρόμοιες ερωτήσεις που απευθύνει ο κάθε πολίτης σ' εκείνους που έχουν αναλάβει εργολαβικά την διαχείριση της ζωής του. Λόγου χάρη, η ερώτηση "ποιος την έκανε, ρε μάγκες, τη φτιάξη με τα δομημένα ομόλογα;" δεν απαντήθηκε και δεν πρόκειται να απαντηθεί στον αιώνα τον άπαντα.
Πράγματι, είναι πολλές οι φτιάξες που αναζητούν εναγωνίως -πλην ματαίως- απάντηση αλλά σε δυο απ' αυτές κολλάω περισσότερο. Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιος φταίει που οι νοσταλγοί του Χίτλερ σήκωσαν κεφάλι και ποιος φταίει που ξεφτιλίστηκε τόσο η αριστερά και ξεθώριασε τόσο γρήγορα η ελπίδα της. Ποιός διάβολο τις έκανε, ρε μάγκες, αυτές τις φτιάξες;
Απροκάλυπτο παράδειγμα χρήσης αυτής της διαδικασίας αποτελεί η προσπάθεια του γνωστού μας και μη εξαιρετέτου έγκυρου αναλυτή Γιάννη Πρετεντέρη, όταν προ ετών επιχείρησε, μέσα από την στήλη του στα Νέα, όχι τόσο να δικαιολογήσει τις δολοφονικές επιθέσεις των χρυσαυγητών όσο να τις εξισώσει με τους αγώνες των εργατών: "Όταν έχεις γαλουχηθεί με την αντίληψη ότι νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, υποθέτω ότι δεν έχεις κανένα πρόβλημα να συμφωνήσεις ότι νόμος μπορεί να είναι και το ξύλο του τραμπούκου". Ο Πρετεντέρης εκλαΐκευσε αυτό που είπε πιο "επιστημονικά" ο άλλος ΔΟΛιος έγκριτος, ο Στέφανος Κασιμάτης: "Όσοι πιστεύουμε στη δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή και σοβαρολογώ απολύτως. Είναι η ευκαιρία που δίνεται στη νομιμότητα να αναμετρηθεί , επιτέλους, με την οιονεί νομιμοποιημένη βία της Αριστεράς".
Όμως, χαρακτηριστικώτερο παράδειγμα, αν και όχι τόσο απροκάλυπτο, αποτελεί η καραμπινάτη διαστρέβλωση των διαφόρων συνθημάτων που ακούγονται κατά του κοινοβουλίου (π.χ.: θέλουν όλοι κρέμασμα, να καεί το μπουρδέλο η βουλή, αυτοί μας κατάντησαν έτσι κλπ). Ενώ είναι σαφές ότι αυτά τα συνθήματα δεν στρέφονται κατά του κοινοβουλευτισμού αλλά κατά των κλεφτών ή των προδοτών (πιο σωστά: κατά εκείνων που στην κοινή γνώμη φέρονται ως κλέφτες ή προδότες) που βρίσκονται στα βουλευτικά έδρανα, αυτή η ερμηνεία δεν βολεύει την εξουσία. Έτσι, με την διαδικασία που αναφέραμε, αυτά τα συνθήματα καταδικάζονται με την αιτιολογία ότι αβαντάρουν τους εχθρούς τής δημοκρατίας (παναπεί, τους φασίστες) και, επομένως, στρώνουν τον δρόμο για την περαιτέρω ισχυροποίηση της Χρυσής Αυγής.
Έτσι, λοιπόν, η πολιτική κοπτορραπτική προβάλλει ως αβανταδόρους των φασιστών τα συνθήματα κατά του κοινοβουλευτικού συστήματος, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει να κρύψει την πραγματική τροφό του φασισμού, η οποία δεν είναι άλλη από την καταρράκωση κάθε έννοιας κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν φταίει ο υπουργός που δέχεται διακόσια-τριακόσια χιλιάρικα ως δώρο "για να σπουδάσει τα παιδιά του", φταίω εγώ που φωνάζω πως θέλει κρέμασμα. Δεν φταίει η προστυχιά τού "όλοι μαζί τα φάγαμε", φταίω εγώ που πετάω γιαούρτι στην μούρη εκείνου που την ξεστόμισε. Φταίω μόνον εγώ. Εκείνοι απαλλάσσονται.
Η αλήθεια είναι ότι σε ένα περιβάλλον καταρρακωμένων εννοιών βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν κάθε μορφής παράσιτα. Όταν η έννοια "πολιτική" φέρνει στο μυαλό πλήθος μουσούδια από μιζαδόρο Άκη μέχρι νόμιμο και ηθικό Βουλγαράκη, η έννοια "κοινωνική ασφάλιση" προκαλεί πικρά γέλια σαν αποτυχημένο ανέκδοτο, η έννοια "εκκλησία" γεννάει συνειρμούς με πρωταγωνιστές από Εφραίμ Βατοπεδινό μέχρι Άνθιμο, Αμβρόσιο και Στυλιανό Πρεβέζης (πού τον θυμήθηκα αυτόν τώρα;), η έννοια "δικαιοσύνη" συνυφαίνεται με δικαστικά κυκλώματα, Γιοσάκηδες και καταδίκες δεκατετράχρονων σε καταναγκαστικά έργα και η έννοια "ασφάλεια" προκαλεί ανατριχίλες με εικόνες από ΕΑΤ-ΕΣΑ μέχρι δακρυγόνα και ματατζίδικο στειλιάρι σε συνταξιούχους, είναι λογικό να σκάει μύτη από την γωνία ο φασίστας. Όταν ο εν πολλοίς αμόρφωτος πολιτικά και εν γένει ανερμάτιστος απλός λαός νιώθει το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του, θα απλώσει το χέρι του για να πιαστεί απ' όπου βρει.
Στο μνημειώδες έργο του "Τα παιδιά της πιάτσας", ο Νίκος Τσιφόρος καταγράφει μια απίθανη σκηνή. Ο αστυνομικός έχει μπροστά του τους ύποπτους για μια απάτη και προσπαθεί να εντοπίσει τον πραγματικό απατεώνα απευθύνοντάς τους μια μνημειώδη ερώτηση: "Και ποιος την έκανε, ρε μάγκες, την φτιάξη με τα βουτύρατα;". Τελικά, ο τσιφόρειος αστυνομικός παίρνει την απάντηση που ζητάει, σε αντίθεση με παρόμοιες ερωτήσεις που απευθύνει ο κάθε πολίτης σ' εκείνους που έχουν αναλάβει εργολαβικά την διαχείριση της ζωής του. Λόγου χάρη, η ερώτηση "ποιος την έκανε, ρε μάγκες, τη φτιάξη με τα δομημένα ομόλογα;" δεν απαντήθηκε και δεν πρόκειται να απαντηθεί στον αιώνα τον άπαντα.
Πράγματι, είναι πολλές οι φτιάξες που αναζητούν εναγωνίως -πλην ματαίως- απάντηση αλλά σε δυο απ' αυτές κολλάω περισσότερο. Πολύ θα ήθελα να μάθω ποιος φταίει που οι νοσταλγοί του Χίτλερ σήκωσαν κεφάλι και ποιος φταίει που ξεφτιλίστηκε τόσο η αριστερά και ξεθώριασε τόσο γρήγορα η ελπίδα της. Ποιός διάβολο τις έκανε, ρε μάγκες, αυτές τις φτιάξες;
Συγκοινωνούντα δοχεία ειναι Σοσιαλδημοκρατία Οπορτουνισμός και Φασισμός. Και ολόκληρη η Ιστορία του 20ου Αιώνα είναι ξεκάθαρη. Η Επανάσταση στην Γερμανία το 1918 πνίγηκε στο αίμα απο την ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΜΠΕΤ ΣΑΙΝΤΕΜΑΝ που έφτιαξε τα Παραστρατιωτικά Φασιστικά Τάγματα εφόδου τα Φράικοπς. Και το ιδιο έγινε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης με εξαίρεση την Ρωσία. Παντού και πάντα συνέβη το ίδιο χωρίς καμμία εξαίρεση. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή