Είναι απορίας άξιον το πώς, έτσι στα ξαφνικά, γίναμε όλοι τουρκολόγοι, χάρη στο δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής. Ανάλογα με το ποιο κανάλι ή ποια εφημερίδα διαβάζει καθένας, διαμορφώνει και άποψη για το τι πρόκειται ή δεν πρόκειται να συμβεί από δω και πέρα στην Τουρκία. Φυσικά, η διαμόρφωση άποψης είναι πάντοτε ζητούμενο για κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο, αρκεί να γίνεται με βάση μια υγιή σκέψη που επεξεργάζεται σωστά δεδομένα και να μη συνίσταται σε απλό αναμάσημα απόψεων τρίτων, των οποίων η εγκυρότητα ή η ανιδιοτέλεια μπορεί να αμφισβητηθούν. Έτσι, σκέφτομαι ότι το λιγώτερο που μπορούμε να κάνουμε εδώ είναι να καταγράψουμε μερικά σωστά δεδομένα. Κι επειδή, σύμφωνα με τις μαρξικές μας καταβολές, η οικονομία ελέγχει την πολιτική, ας ρίξουμε το βάρος σε ζητήματα οικονομίας.
Κόμβο στην τουρκική οικονομία απετέλεσε η περίοδος της δικτατορίας του Κενάν Εβρέν, η οποία επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 12/9/1980 και κράτησε ως τα τέλη του 1983. Στην διάρκειά της, ο Εβρέν άλλαξε το σύνταγμα με δημοψήφισμα (Ναι: 91,4%) και αναθεώρησε την οικονομική πολιτική τής χώρας προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση: οι δασμοί και οι περιορισμοί στις εισαγωγές άρχισαν να καταργούνται, οι εξαγωγές ενισχύονταν με επιδοτήσεις και οι δημόσιες επιχειρήσεις άρχισαν να βγαίνουν στο σφυρί, βάσει ενός προγράμματος εκτεταμένων και στοχευμένων ιδιωτικοποιήσεων. Η κατεύθυνση αυτή διατηρήθηκε ακόμη και μετά την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς τον Δεκέμβριο του 1983. Άλλωστε, στο μεταχουντικό πολιτικό τοπίο είχαν θέση μόνο τρία κόμματα, τα οποία είχε εγκρίνει η δικτατορία.
Λογική επίπτωση αυτής της φιλελευθεροποίησης είναι η αύξηση της πίεσης που δημιούργησε στις τουρκικές επιχειρήσεις η αύξηση των εισαγωγών λόγω της κατάργησης των δασμών. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας τού '90 η οικονομία άρχισε να δοκιμάζεται από -μικρές ή μεγαλύτερες- κρίσεις, που δυνάμωναν χρόνο με τον χρόνο. Κρίσεις που δημιουργούνταν κατά κύριο λόγο από το κλείσιμο όσων ντόπιων επιχειρήσεων δεν μπορούσαν να αντέξουν τον ανταγωνισμό των φτηνών εισαγόμενων προϊόντων.
Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά την υπογραφή της "συμφωνίας του Ελσίνκι" (Δεκέμβριος 1999), η οποία αναδείκνυε τα δικαιώματα του ατόμου και των μειονοτήτων. Πολλοί πολιτικοί με εθνικιστικές, νεοοθωμανικές, κεμαλικές κλπ ιδέες χρησιμοποίησαν τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο τουρκικός λαός ως μοχλό για να πιέσουν προς μια πιο εσωστρεφή πολιτική, στρεφόμενοι κατά του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού που επιθυμούσαν οι υπόλοιποι (με πρώτο και καλύτερο τον Μεσούτ Γιλμάζ). Η κόντρα μεταξύ των δυο τάσεων άρχισε να δυναμώνει και κορυφώθηκε προς τα τέλη του 2000, καθώς βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαδικασίες έγκρισης ενός κανονισμού εταιρικών σχέσεων, τον οποίο προωθούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τότε, στις 22 Νοεμβρίου 2000, μια σειρά επενδυτικών χαρτοφυλακίων ξένων τραπεζών (κυρίως γαλλικών και γερμανικών) άρχισαν να κλείνουν βιαστικά τις θέσεις τους και να αποχωρούν. Μέχρι το βράδυ εκείνης της ημέρας θα αποσύρονταν από την τουρκική αγορά κεφάλαια ύψους επτά δισ. δολλαρίων. Για να μη καταρρεύσει η λίρα, η κεντρική τράπεζα της χώρας αναγκάστηκε να ρίξει δέκα δισ. δολλάρια σε λίγες μέρες.
Μπροστά στο αδιέξοδο, η κυβέρνηση Ετζεβίτ αναγκάστηκε να προσφύγει εσπευσμένα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στις ΗΠΑ, μπορεί ο Μπιλ Κλίντον να ετοιμαζόταν να παραδώσει την προεδρία στον Τζωρτζ Μπους Β' αλλά το ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην Τουρκία παρέμενε αμείωτο, οπότε στο πλευρό των τούρκων βρέθηκε από την πρώτη στιγμή ο πολιτειακός υπουργός θησαυροφυλακίου Λώρενς Σάμμερς. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και υπό την πίεση τόσο του Σάμμερς όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο διευθυντής τού ΔΝΤ Χορστ Κέλερ βρήκε τον τρόπο να τελειώσει το θέμα και να εξασφαλίσει στην Τουρκία δέκα δισ. δολλάρια.
Η οικονομική ανάσα δεν μείωσε την ένταση ούτε μέσα στην χώρα ούτε μέσα στην κυβέρνηση, η οποία είχε σχηματιστεί με συνεργασία τού Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (Μπουλέντ Ετζεβίτ), του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (Μεσούτ Γιλμάζ) και του Εθνικιστικού Κόμματος (Ντεβλέτ Μπαχτσελί). Ο Ετζεβίτ προσπαθούσε να αποσοβήσει την κατάρρευση του νομίσματος, ο φιλευρωπαϊστής Γιλμάζ πίστευε ότι ενισχύει την θέση του απέναντι στην παντοδυναμία των στρατιωτικών και ο ακροδεξιός Μπαχτσελί υποστήριζε ότι η κρίση προκλήθηκε σκόπιμα από την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό να αναγκαστεί η Τουρκία να αποδεχτεί και τον Κώδικα Εταιρικών Σχέσεων αλλά και την συμφωνία για σύσταση Ευρωπαϊκού Στρατού.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση είχε υπογράψει συμφωνία με την Ρωσσία για την κατασκευή τού Blue Stream, ενός αγωγού που θα μετέφερε ρωσσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Οι ΗΠΑ δεν είδαν με καλό μάτι αυτή την συμφωνία, η οποία αναβάθμιζε την θέση τής Ρωσσίας στο μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι τής περιοχής, την ώρα μάλιστα που πολιτειακές εταιρείες σχεδίαζαν την κατασκευή του "Trans Hazar", ο οποίος θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Τουρκμενιστάν. Κι αφού ο Μεσούτ Γιλμάζ ήταν ο πρωτεργάτης αυτής της συμφωνίας, ήταν λογικό να συγκεντρώσει πάνω του την μήνη και των ΗΠΑ, εκτός από την μήνη των στρατιωτικών λόγω του φιλευρωπαϊσμού του.
Έτσι, τον Δεκέμβριο του 2000 και ενώ ο Γιλμάζ πίστευε ότι ενισχύεται, άρχισε η αποκαθήλωσή του. Η χωροφυλακή του στρατού έβαλε μπρος την επιχείρηση "Λευκή Ενέργεια", κάνοντας φύλλο και φτερό όλες τις συμβάσεις που είχε κάνει ο Γιλμάζ και οι συνεργάτες του σε θέματα ενέργειας (ο υπουργός ενέργειας ανήκε στο Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας). Το κυνήγι έφτασε και στους συγγενείς του, ενώ ο ίδιος κινδύνεψε να βρεθεί στην φυλακή. Η κύρια κατηγορία ήταν ότι έκανε παραχωρήσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εις βάρος των τουρκικών συμφερόντων. Στις εκλογές τού 2002 το κόμμα του θα έμενε εκτός βουλής και ό ίδιος θα δήλωνε ότι αποχωρεί από την πολιτική, μόλις στα 55 του χρόνια.
Μ' αυτά και μ' αυτά, καθώς ο ατέλειωτος 20ος αιώνας ξεψυχούσε, θα περίμενε κανείς ότι η βοήθεια του ΔΝΤ θα οδηγούσε την κρίση σε υποχώρηση. Όντως, έτσι φάνηκε προς στιγμή. Ώσπου έφτασε η 19η Φεβρουαρίου 2001 και ξέσπασε η θύελλα...
Κόμβο στην τουρκική οικονομία απετέλεσε η περίοδος της δικτατορίας του Κενάν Εβρέν, η οποία επιβλήθηκε με το πραξικόπημα της 12/9/1980 και κράτησε ως τα τέλη του 1983. Στην διάρκειά της, ο Εβρέν άλλαξε το σύνταγμα με δημοψήφισμα (Ναι: 91,4%) και αναθεώρησε την οικονομική πολιτική τής χώρας προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση: οι δασμοί και οι περιορισμοί στις εισαγωγές άρχισαν να καταργούνται, οι εξαγωγές ενισχύονταν με επιδοτήσεις και οι δημόσιες επιχειρήσεις άρχισαν να βγαίνουν στο σφυρί, βάσει ενός προγράμματος εκτεταμένων και στοχευμένων ιδιωτικοποιήσεων. Η κατεύθυνση αυτή διατηρήθηκε ακόμη και μετά την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς τον Δεκέμβριο του 1983. Άλλωστε, στο μεταχουντικό πολιτικό τοπίο είχαν θέση μόνο τρία κόμματα, τα οποία είχε εγκρίνει η δικτατορία.
Ο στρατηγός Κενάν Εβρέν συζητά με τον Τουργκούτ Οζάλ τις λεπτομέρειες για την παράδοση της εξουσίας από την χούντα στους πολιτικούς. Εν τέλει, ο Οζάλ θα αναλάβει πρωθυπουργός στις 13 Δεκεμβρίου 1983. |
Λογική επίπτωση αυτής της φιλελευθεροποίησης είναι η αύξηση της πίεσης που δημιούργησε στις τουρκικές επιχειρήσεις η αύξηση των εισαγωγών λόγω της κατάργησης των δασμών. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας τού '90 η οικονομία άρχισε να δοκιμάζεται από -μικρές ή μεγαλύτερες- κρίσεις, που δυνάμωναν χρόνο με τον χρόνο. Κρίσεις που δημιουργούνταν κατά κύριο λόγο από το κλείσιμο όσων ντόπιων επιχειρήσεων δεν μπορούσαν να αντέξουν τον ανταγωνισμό των φτηνών εισαγόμενων προϊόντων.
Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά την υπογραφή της "συμφωνίας του Ελσίνκι" (Δεκέμβριος 1999), η οποία αναδείκνυε τα δικαιώματα του ατόμου και των μειονοτήτων. Πολλοί πολιτικοί με εθνικιστικές, νεοοθωμανικές, κεμαλικές κλπ ιδέες χρησιμοποίησαν τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο τουρκικός λαός ως μοχλό για να πιέσουν προς μια πιο εσωστρεφή πολιτική, στρεφόμενοι κατά του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού που επιθυμούσαν οι υπόλοιποι (με πρώτο και καλύτερο τον Μεσούτ Γιλμάζ). Η κόντρα μεταξύ των δυο τάσεων άρχισε να δυναμώνει και κορυφώθηκε προς τα τέλη του 2000, καθώς βρίσκονταν σε εξέλιξη οι διαδικασίες έγκρισης ενός κανονισμού εταιρικών σχέσεων, τον οποίο προωθούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τότε, στις 22 Νοεμβρίου 2000, μια σειρά επενδυτικών χαρτοφυλακίων ξένων τραπεζών (κυρίως γαλλικών και γερμανικών) άρχισαν να κλείνουν βιαστικά τις θέσεις τους και να αποχωρούν. Μέχρι το βράδυ εκείνης της ημέρας θα αποσύρονταν από την τουρκική αγορά κεφάλαια ύψους επτά δισ. δολλαρίων. Για να μη καταρρεύσει η λίρα, η κεντρική τράπεζα της χώρας αναγκάστηκε να ρίξει δέκα δισ. δολλάρια σε λίγες μέρες.
Μπροστά στο αδιέξοδο, η κυβέρνηση Ετζεβίτ αναγκάστηκε να προσφύγει εσπευσμένα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στις ΗΠΑ, μπορεί ο Μπιλ Κλίντον να ετοιμαζόταν να παραδώσει την προεδρία στον Τζωρτζ Μπους Β' αλλά το ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στην Τουρκία παρέμενε αμείωτο, οπότε στο πλευρό των τούρκων βρέθηκε από την πρώτη στιγμή ο πολιτειακός υπουργός θησαυροφυλακίου Λώρενς Σάμμερς. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και υπό την πίεση τόσο του Σάμμερς όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο διευθυντής τού ΔΝΤ Χορστ Κέλερ βρήκε τον τρόπο να τελειώσει το θέμα και να εξασφαλίσει στην Τουρκία δέκα δισ. δολλάρια.
Η οικονομική ανάσα δεν μείωσε την ένταση ούτε μέσα στην χώρα ούτε μέσα στην κυβέρνηση, η οποία είχε σχηματιστεί με συνεργασία τού Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς (Μπουλέντ Ετζεβίτ), του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (Μεσούτ Γιλμάζ) και του Εθνικιστικού Κόμματος (Ντεβλέτ Μπαχτσελί). Ο Ετζεβίτ προσπαθούσε να αποσοβήσει την κατάρρευση του νομίσματος, ο φιλευρωπαϊστής Γιλμάζ πίστευε ότι ενισχύει την θέση του απέναντι στην παντοδυναμία των στρατιωτικών και ο ακροδεξιός Μπαχτσελί υποστήριζε ότι η κρίση προκλήθηκε σκόπιμα από την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό να αναγκαστεί η Τουρκία να αποδεχτεί και τον Κώδικα Εταιρικών Σχέσεων αλλά και την συμφωνία για σύσταση Ευρωπαϊκού Στρατού.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση είχε υπογράψει συμφωνία με την Ρωσσία για την κατασκευή τού Blue Stream, ενός αγωγού που θα μετέφερε ρωσσικό φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω Τουρκίας. Οι ΗΠΑ δεν είδαν με καλό μάτι αυτή την συμφωνία, η οποία αναβάθμιζε την θέση τής Ρωσσίας στο μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι τής περιοχής, την ώρα μάλιστα που πολιτειακές εταιρείες σχεδίαζαν την κατασκευή του "Trans Hazar", ο οποίος θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Τουρκμενιστάν. Κι αφού ο Μεσούτ Γιλμάζ ήταν ο πρωτεργάτης αυτής της συμφωνίας, ήταν λογικό να συγκεντρώσει πάνω του την μήνη και των ΗΠΑ, εκτός από την μήνη των στρατιωτικών λόγω του φιλευρωπαϊσμού του.
11/1/1999: Μπαχτσελί, Ετζεβίτ και Γιλμάζ ανακοινώνουν τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. |
Έτσι, τον Δεκέμβριο του 2000 και ενώ ο Γιλμάζ πίστευε ότι ενισχύεται, άρχισε η αποκαθήλωσή του. Η χωροφυλακή του στρατού έβαλε μπρος την επιχείρηση "Λευκή Ενέργεια", κάνοντας φύλλο και φτερό όλες τις συμβάσεις που είχε κάνει ο Γιλμάζ και οι συνεργάτες του σε θέματα ενέργειας (ο υπουργός ενέργειας ανήκε στο Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας). Το κυνήγι έφτασε και στους συγγενείς του, ενώ ο ίδιος κινδύνεψε να βρεθεί στην φυλακή. Η κύρια κατηγορία ήταν ότι έκανε παραχωρήσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εις βάρος των τουρκικών συμφερόντων. Στις εκλογές τού 2002 το κόμμα του θα έμενε εκτός βουλής και ό ίδιος θα δήλωνε ότι αποχωρεί από την πολιτική, μόλις στα 55 του χρόνια.
Μ' αυτά και μ' αυτά, καθώς ο ατέλειωτος 20ος αιώνας ξεψυχούσε, θα περίμενε κανείς ότι η βοήθεια του ΔΝΤ θα οδηγούσε την κρίση σε υποχώρηση. Όντως, έτσι φάνηκε προς στιγμή. Ώσπου έφτασε η 19η Φεβρουαρίου 2001 και ξέσπασε η θύελλα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.