Παραμονή Χριστουγέννων
----------------------------------------------------
Σημείωση: Ο ποιητής Τάσος (Αναστάσιος-Παντελεήμων) Λειβαδίτης (1922-1988) είναι αδελφός του ηθοποιού Αλέκου Λειβαδίτη. Η έντονη πολιτική δράση που ανέπτυξε στον χώρο της αριστεράς, του κόστισε μια τετραετία (1947-1951) στις εξορίες και στις φυλακές. Το παραπάνω ποίημα γράφτηκε το 1950, στην Μακρόνησο. Η αντιγραφή έγινε από την τρίτομη συλλογή όλων των ποιημάτων του "Τάσος Λειβαδίτης: Ποίηση", η οποία κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις "Κέδρος" και έχει εξαντληθεί (ευτυχώς για τους εραστές τής ποίησης, ξανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Μετρονόμος").
ΑηΣτράτης, 1951 Με την γυναίκα του και την κόρη του |
Παγωνιά
στον ουρανό ένα χρώμα βρώμικης φανέλλας
στεκόμαστε στη γραμμή
όρθιοι
κάποιος χνωτίζει τα νύχια του
κάποιος δαγκώνει τα δάχτυλά του
ένα παιδί με σπυριά δίπλα σου
δε μιλάει
κρυώνει
ένα χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κ' εκείνο κρυώνει
καθώς μας πλευρίζουν τα καμιόνια
μια μυρουδιά μπενζίνας
οι πόρτες που ξανακλείνουνε
ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μες απ' τις μύτες του σηκωμένου γιακά
ένας - ένας
ακούει τ' όνομά του
και βγαίνει
αντίο, αντίο
το χώμα τρίζει κάτω απ' τις αρβύλες
κάποιος σηκώνει το χέρι του
τίποτ' άλλο
το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα σβήσει η βροχή
ένα χέρι γλυστράει το ρολόι του στην παλάμη σου
δε θα μου χρειαστεί, λέει -- αντίο
το χαρτάκι κολλημένο στο συρματόπλεγμα
κρυώνει ακόμα.
Ξεκινάνε τα φορτηγά.
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ' ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.
Θα κουβαλήσουμε κι απόψε το σακκί της νύχτας
θα κολλήσουμε τ' αποτσίγαρο στη μύτη της αρβύλας μας
θ' ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
Ελάτε λοιπόν
όλοι μαζί
να φυσήξουμε αυτό το μικρό καρβουνάκι στη χόβολη της ελπίδας
τώρα που η λάμπα μας έσβησε
που νυστάζει η σκοπιά
και το στρατόπεδο φόρεσε την κουρελιασμένη χλαίνη
της ομίχλης.
Μας ήρθε μ' ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
Του κάναμε τόπο
άπλωσε μια λινάτσα, την έστρωσε καλά καλά
και μας κοίταξε.
Φυσούσε ένας αγέρας δυνατός απ' το Νοτιά
και το μούτρο του ήταν βλογιοκομένο σαν ψιχαλισμένος δρόμος.
Ύστερα βράδιασε και βγάζοντας τα χέρια από τις τσέπες
μας έδωσε κάτι φτηνές μέντες
πασαλειμένες χνούδια και καπνό.
Τον πήραν νύχτα ξαφνικά και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο
έχω ένα σταχτί ουρανό μέσα μου
κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο
σφίγγω στα χέρια τ' άγνωστο όνομά μου
σαν το παιδάκι που αγκαλιάζει ένα ξύλινο πόδι
ακουμπισμένο σε μια γωνιά.
Μη με λες λοιπόν σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.
Το ξέρω, ένας σύντροφος πρέπει να ζήσει μιαν άλλη ζωή
και να πεθάνει απλά
όπως κανείς τραβάει την κουβέρτα ως τα μάτια του
κι αποκοιμιέται.
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τους γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα - όχι, μη με λες σύντροφο.
Είμαι ένα τσαλακωμένο χαρτί που κόλλησε στην αρβύλα σου
καθώς
προχωράς.
Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Η σκεπή του μαγειρείου μπάζει νερά.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
- Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ' το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ' άλλο του χέρι είναι κομμένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ' ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγώνι του
θα τρέμει πίσω απ' το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ' άστρα πίσω απ' την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
- Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα.
Κ' η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
[από την συλλογή "Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο", 1956]
ΑηΣτράτης, 1951: Με το βιβλίο στο χέρι και τον Γιάννη Ρίτσο δίπλα του |
----------------------------------------------------
Σημείωση: Ο ποιητής Τάσος (Αναστάσιος-Παντελεήμων) Λειβαδίτης (1922-1988) είναι αδελφός του ηθοποιού Αλέκου Λειβαδίτη. Η έντονη πολιτική δράση που ανέπτυξε στον χώρο της αριστεράς, του κόστισε μια τετραετία (1947-1951) στις εξορίες και στις φυλακές. Το παραπάνω ποίημα γράφτηκε το 1950, στην Μακρόνησο. Η αντιγραφή έγινε από την τρίτομη συλλογή όλων των ποιημάτων του "Τάσος Λειβαδίτης: Ποίηση", η οποία κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις "Κέδρος" και έχει εξαντληθεί (ευτυχώς για τους εραστές τής ποίησης, ξανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Μετρονόμος").
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.