Τις προάλλες, σε μια από τις συνηθισμένες ραδιοφωνικές κουβεντούλες του με τον Άρη Πορτοσάλτε, ο πολύς Μπάμπης Παπαδημητρίου εκμυστηρεύθηκε στον συνομιλητή του ότι έψαξε την λέξη "μνημόνιο" στο λεξικό τού Μπαμπινιώτη και ανακάλυψε ότι η λέξη αυτή είναι σχετική με την λέξη μνήμη και προέρχεται από το ρήμα μιμνήσκω, που σημαίνει "σου θυμίζω". Έτσι, λοιπόν, ο κ. Μπάμπης συμπέρανε πως "όταν λέμε μνημόνιο, λέμε ότι είναι κάτι το οποίο το έχουμε
για να μας θυμίζει τι υποχρεώσεις αναλάβαμε, τι δεν κάναμε καλά, τι
σχέδια κάναμε και τι στόχους βάλαμε. Άρα, αυτή είναι η έννοια του
μνημονίου. Έχει να κάνει με τη μνήμη. Ακριβώς αυτό που δεν θέλουνε όσοι τα έχουνε κάνει μαντάρα. Άσε καλύτερα, μήπως και τα ξεχάσει κανείς. Έλα όμως που δεν ξεχνιώνται, διότι η μνήμη είναι παρούσα και θα σου θυμίζω συνεχώς τι πρέπει να κάνεις μη τυχόν και βγούμε απ' αυτή την κατάσταση. Άσε που όλα αυτά είναι και αξιομνημόνευτα".
Οι λεξιλογικές ανησυχίες και οι λεξικολογικές αναζητήσεις τού κ. Μπάμπη πυροδότησαν στο μυαλό μου μια σειρά συνειρμών. Ήξερα πως συχνά η γλώσσα χρησιμοποιεί τις λέξεις προσδίνοντάς τους νέο περιεχόμενο, αλλοιώνοντας την σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου. Απλό παράδειγμα ο ευφημισμός, ο οποίος δεν διστάζει να καταστήσει συνώνυμα το ξίδι με το γλυκάδι ή να χαρακτηρίσει ως Ειρηνικό και Εύξεινο δυο θάλασσες οι οποίες έχουν καταπιεί αμέτρητα πλοία. Όμως, το σχόλιο του κ. Μπάμπη κάπου μου θύμιζε πως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου η ρίζα μιας λέξης, το έτυμό της μπερδεύεται στον νου, ο οποίος πρόθυμα της δίνει άλλες διαστάσεις. Και κάπου εκεί, δίχως να το θέλω, ο νους μου ταξίδεψε εκεί ψηλά στον Υμηττό.
Η λέξη Υμηττός είναι σύνθετη. Το πρώτο συνθετικό έχει σχέση με το ρήμα ύω, που θα πει βρέχω, μουσκεύω, υγραίνω (εξ ου και υετός, η βροχή). Το δεύτερο συνθετικό έχει σχέση με την γνωστή μας ήττα, που σημαίνει έλλειψη, αδυναμία, ανεπάρκεια (γνωστές και οι εκφράσεις ουχ' ήττον, που θα πει όχι λιγώτερο και κατά το μάλλον ή ήττον, την οποία αποδίδουμε ως λίγο-πολύ). Στην σύνθεσή του, λοιπόν, ο Υμηττός είναι ένας τόπος που έχει λίγη υγρασία, που δεν δέχεται πολλές βροχές, δεν έχει πολλά νερά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νότιος Υμηττός αποκαλείται ακόμη και σήμερα Άνυδρος. Όσο για το παρανόμι "Τρελός", αυτό κατά το μάλλον ή ήττον οφείλεται στην παμπάλαιη παρατήρηση ότι η περιοχή του είναι περισσότερο ευμετάβλητη στις καιρικές συνθήκες απ' όσο η υπόλοιπη περιοχή τού λεκανοπεδίου.
Όλα αυτά που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο προέρχονται από τα λεξικά και συνιστούν την επικρατέστερη -και πλέον επιστημονική- ερμηνεία και προέλευση των λέξεων Υμηττός και Τρελός. Όμως, ομολογώ ότι όταν τα πρωτοδιάβασα, κάτι έσπασε μέσα μου. Καταλάβαινα πως αυτά ήσαν τα σωστά αλλά στενοχωριόμουν γιατί μου γκρέμιζαν μιαν άλλη "ετυμολογία" που ήξερα από παιδάκι και πολύ μου άρεσε γιατί έμοιαζε με παραμύθι...
Τα πολύ παλιά χρόνια -λέει- αυτό το βουνό ονομαζόταν Τήλορος, από το τηλέ, που θα πει μακρυά (τηλέ-φωνο, τηλε-όραση κλπ). Και τό έλεγαν έτσι γιατί βρίσκοταν σε τέτοια θέση που φαινόταν σχεδόν από κάθε απομακρυσμένο σημείο τής αττικής γης. Με τα χρόνια, το Τήλορος έγινε Μακρυνόρος, που σήμαινε το ίδιο πράγμα αλλά απέδιδε και το "μακρύ" σχήμα τού βουνού.
Πέρασαν κι άλλα χρόνια, ώσπου φτάσαμε στον 13ο μ.Χ. αιώνα. Τότε στην Αθήνα έφτασαν οι φράγκοι και, σαν ρώτησαν τους ντόπιους πώς λέγεται αυτό το βουνό, πήραν την απάντηση Μακρυνόρος. Ήταν ένα βουνό που λεγόταν "μακρύ". Στην γλώσσα τους long (λον). Για την ακρίβεια, ήταν πολύ μακρύ: tres long (τρε λον). Κι επειδή η γλώσσα δεν διστάζει σε οποιαδήποτε υιοθεσία, οι ντόπιοι δεν άργησαν να ξαναβαφτίσουν το βουνό τους φράγκικα και να το πουν Τρελό.
Κάμποσα χρόνια αργότερα, έφτασαν στην Αθήνα και οι Ενετοί. Σαν ρώτησαν κι αυτοί με την σειρά τους πώς λέγεται τούτο το βουνό, τους είπαν πως λέγεται Τρελός. Παραξενεύτηκαν αλλά τι να κάνουν; Τρελοί οι έλληνες, τρελό και το βουνό τους. Μόνο που στην γλώσσα των νεοφερμένων ο τρελός λέγεται matto και με το άρθρο il matto. Ε, πια! Πόσο χρόνο να χρειαστούν οι ντόπιοι για να εξελληνίσουν και τούτο το όνομα σε... Υμηττό;
Κατά βάθος, υποψιαζόμουν (έστω, αμυδρά) ότι όλα αυτά ήσαν ένα ωραίο παραμύθι, επειδή δεν μου εξηγούσαν το ύψιλον του Υμηττού. Σιγουρεύτηκα για το παραμύθι όταν, διαβάζοντας Παυσανία, διαπίστωσα πως ο Υμηττός είναι γνωστός μ' αυτό το όνομα από την αρχαιότητα: "όρη δε Αθηναίοις εστί Πεντελικόν ένθα λιθοτομίαι, και Πάρνης παρεχομένη θήραν συών αγρίων και άρκτων, και Υμηττός ος φύει νομάς μελίσσαις επιτηδειοτάτας πλην της Αλαζώνων (...) εν Υμηττώ δε άγαλμά εστιν Υμηττίου Διός..." (*). Κι όταν ήρθε η ώρα των λεξικών, ένιωσα απογοητευμένος, κάπως σαν τα παιδάκια όταν επιβεβαιώνεται η υποψία τους πως τα δώρα τα φέρνει ο μπαμπάς και δεν υπάρχει αηΒασίλης...
Κατά την ίδια έννοια, η λεξικογραφική παρέμβαση του κ. Μπάμπη ήρθε για να βγάλει από την πλάνη τους όσα παιδάκια εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα μνημόνια είναι κάτι σαν δώρα που μας έφερε κάποιος "θεσμικός" αηΒασίλης. Το λεξικό τού κ. Μπάμπη μάς αποκάλυψε πως τα μνημόνια δεν είναι "ευλογία για τον τόπο" (όπως μας έλεγε ο κ. Πάγκαλος) αλλά μια λίστα με υποχρεώσεις τις οποίες πρέπει να τηρήσουμε "μη τυχόν (όχι σίγουρα) και βγούμε απ' αυτή την κατάσταση".
Συνελόντι ειπείν, τα παραμυθάκια είναι πολύ όμορφα για να είναι αληθινά. Αλλά αυτό το ξέρουμε ήδη. Δυστυχώς.
ΥΓ: Δεν καταλαβαίνω πώς ανακάτεψα σήμερα τον κ. Μπάμπη, τον Υμηττό, την ετυμολογία και τα παραμύθια. Ίσως φταίει που είναι Παρασκευή και κάνει κρύο, μια μέρα κατάλληλη για παραμύθια. Άλλωστε, Παρασκευή ήταν και τότε, πριν εξίμισυ χρόνια, που ο Γιώργος Παπανδρέου μάς αφηγήθηκε από το Καστελλόρριζο εκείνο το ωραίο παραμυθάκι που όλοι θυμόμαστε...
------------------------------------------------
(*) Παυσανίας, "Ελλάδος περιήγησις - Ι. Αττικά", κεφάλαιο 32, εδάφια 1 και 2 (εκδόσεις Κάκτος, 1992 - σειρά "Οι Έλληνες", τόμος 71)
Οι λεξιλογικές ανησυχίες και οι λεξικολογικές αναζητήσεις τού κ. Μπάμπη πυροδότησαν στο μυαλό μου μια σειρά συνειρμών. Ήξερα πως συχνά η γλώσσα χρησιμοποιεί τις λέξεις προσδίνοντάς τους νέο περιεχόμενο, αλλοιώνοντας την σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου. Απλό παράδειγμα ο ευφημισμός, ο οποίος δεν διστάζει να καταστήσει συνώνυμα το ξίδι με το γλυκάδι ή να χαρακτηρίσει ως Ειρηνικό και Εύξεινο δυο θάλασσες οι οποίες έχουν καταπιεί αμέτρητα πλοία. Όμως, το σχόλιο του κ. Μπάμπη κάπου μου θύμιζε πως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου η ρίζα μιας λέξης, το έτυμό της μπερδεύεται στον νου, ο οποίος πρόθυμα της δίνει άλλες διαστάσεις. Και κάπου εκεί, δίχως να το θέλω, ο νους μου ταξίδεψε εκεί ψηλά στον Υμηττό.
Η λέξη Υμηττός είναι σύνθετη. Το πρώτο συνθετικό έχει σχέση με το ρήμα ύω, που θα πει βρέχω, μουσκεύω, υγραίνω (εξ ου και υετός, η βροχή). Το δεύτερο συνθετικό έχει σχέση με την γνωστή μας ήττα, που σημαίνει έλλειψη, αδυναμία, ανεπάρκεια (γνωστές και οι εκφράσεις ουχ' ήττον, που θα πει όχι λιγώτερο και κατά το μάλλον ή ήττον, την οποία αποδίδουμε ως λίγο-πολύ). Στην σύνθεσή του, λοιπόν, ο Υμηττός είναι ένας τόπος που έχει λίγη υγρασία, που δεν δέχεται πολλές βροχές, δεν έχει πολλά νερά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νότιος Υμηττός αποκαλείται ακόμη και σήμερα Άνυδρος. Όσο για το παρανόμι "Τρελός", αυτό κατά το μάλλον ή ήττον οφείλεται στην παμπάλαιη παρατήρηση ότι η περιοχή του είναι περισσότερο ευμετάβλητη στις καιρικές συνθήκες απ' όσο η υπόλοιπη περιοχή τού λεκανοπεδίου.
Όλα αυτά που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο προέρχονται από τα λεξικά και συνιστούν την επικρατέστερη -και πλέον επιστημονική- ερμηνεία και προέλευση των λέξεων Υμηττός και Τρελός. Όμως, ομολογώ ότι όταν τα πρωτοδιάβασα, κάτι έσπασε μέσα μου. Καταλάβαινα πως αυτά ήσαν τα σωστά αλλά στενοχωριόμουν γιατί μου γκρέμιζαν μιαν άλλη "ετυμολογία" που ήξερα από παιδάκι και πολύ μου άρεσε γιατί έμοιαζε με παραμύθι...
Τα πολύ παλιά χρόνια -λέει- αυτό το βουνό ονομαζόταν Τήλορος, από το τηλέ, που θα πει μακρυά (τηλέ-φωνο, τηλε-όραση κλπ). Και τό έλεγαν έτσι γιατί βρίσκοταν σε τέτοια θέση που φαινόταν σχεδόν από κάθε απομακρυσμένο σημείο τής αττικής γης. Με τα χρόνια, το Τήλορος έγινε Μακρυνόρος, που σήμαινε το ίδιο πράγμα αλλά απέδιδε και το "μακρύ" σχήμα τού βουνού.
Πέρασαν κι άλλα χρόνια, ώσπου φτάσαμε στον 13ο μ.Χ. αιώνα. Τότε στην Αθήνα έφτασαν οι φράγκοι και, σαν ρώτησαν τους ντόπιους πώς λέγεται αυτό το βουνό, πήραν την απάντηση Μακρυνόρος. Ήταν ένα βουνό που λεγόταν "μακρύ". Στην γλώσσα τους long (λον). Για την ακρίβεια, ήταν πολύ μακρύ: tres long (τρε λον). Κι επειδή η γλώσσα δεν διστάζει σε οποιαδήποτε υιοθεσία, οι ντόπιοι δεν άργησαν να ξαναβαφτίσουν το βουνό τους φράγκικα και να το πουν Τρελό.
Κάμποσα χρόνια αργότερα, έφτασαν στην Αθήνα και οι Ενετοί. Σαν ρώτησαν κι αυτοί με την σειρά τους πώς λέγεται τούτο το βουνό, τους είπαν πως λέγεται Τρελός. Παραξενεύτηκαν αλλά τι να κάνουν; Τρελοί οι έλληνες, τρελό και το βουνό τους. Μόνο που στην γλώσσα των νεοφερμένων ο τρελός λέγεται matto και με το άρθρο il matto. Ε, πια! Πόσο χρόνο να χρειαστούν οι ντόπιοι για να εξελληνίσουν και τούτο το όνομα σε... Υμηττό;
Άποψη (από ανατολικά) του Υμηττού, που πιστοποιεί ότι όντως είναι και "Υμηττός" και... "Tres Long" |
Κατά βάθος, υποψιαζόμουν (έστω, αμυδρά) ότι όλα αυτά ήσαν ένα ωραίο παραμύθι, επειδή δεν μου εξηγούσαν το ύψιλον του Υμηττού. Σιγουρεύτηκα για το παραμύθι όταν, διαβάζοντας Παυσανία, διαπίστωσα πως ο Υμηττός είναι γνωστός μ' αυτό το όνομα από την αρχαιότητα: "όρη δε Αθηναίοις εστί Πεντελικόν ένθα λιθοτομίαι, και Πάρνης παρεχομένη θήραν συών αγρίων και άρκτων, και Υμηττός ος φύει νομάς μελίσσαις επιτηδειοτάτας πλην της Αλαζώνων (...) εν Υμηττώ δε άγαλμά εστιν Υμηττίου Διός..." (*). Κι όταν ήρθε η ώρα των λεξικών, ένιωσα απογοητευμένος, κάπως σαν τα παιδάκια όταν επιβεβαιώνεται η υποψία τους πως τα δώρα τα φέρνει ο μπαμπάς και δεν υπάρχει αηΒασίλης...
Κατά την ίδια έννοια, η λεξικογραφική παρέμβαση του κ. Μπάμπη ήρθε για να βγάλει από την πλάνη τους όσα παιδάκια εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα μνημόνια είναι κάτι σαν δώρα που μας έφερε κάποιος "θεσμικός" αηΒασίλης. Το λεξικό τού κ. Μπάμπη μάς αποκάλυψε πως τα μνημόνια δεν είναι "ευλογία για τον τόπο" (όπως μας έλεγε ο κ. Πάγκαλος) αλλά μια λίστα με υποχρεώσεις τις οποίες πρέπει να τηρήσουμε "μη τυχόν (όχι σίγουρα) και βγούμε απ' αυτή την κατάσταση".
Συνελόντι ειπείν, τα παραμυθάκια είναι πολύ όμορφα για να είναι αληθινά. Αλλά αυτό το ξέρουμε ήδη. Δυστυχώς.
ΥΓ: Δεν καταλαβαίνω πώς ανακάτεψα σήμερα τον κ. Μπάμπη, τον Υμηττό, την ετυμολογία και τα παραμύθια. Ίσως φταίει που είναι Παρασκευή και κάνει κρύο, μια μέρα κατάλληλη για παραμύθια. Άλλωστε, Παρασκευή ήταν και τότε, πριν εξίμισυ χρόνια, που ο Γιώργος Παπανδρέου μάς αφηγήθηκε από το Καστελλόρριζο εκείνο το ωραίο παραμυθάκι που όλοι θυμόμαστε...
------------------------------------------------
(*) Παυσανίας, "Ελλάδος περιήγησις - Ι. Αττικά", κεφάλαιο 32, εδάφια 1 και 2 (εκδόσεις Κάκτος, 1992 - σειρά "Οι Έλληνες", τόμος 71)
Eυχαριστουμε Teddys..
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαιρετισμους
Σολωνας
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε για τα Παρασκευιάτικα μπερδέματά σου :). Εξαιρετικός όπως πάντα, συνεχίσε έτσι Teddy
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς το συνεχίσουμε στο χαλαρό:
ΑπάντησηΔιαγραφήΥμ-ηττός η Υμητ-τός;
Λυκαβ-ηττός η Λυκαβητ-τός;
Γαργ-ηττός η Γαργητ-τός;
Αρδ-ηττός η Αρδητ-τός
...τόσοι πολλοί ...ηττη-μένοι;!; Και δεν σε βάζει σε υποψίες, ότι τα δύο ταυ προφέρονταν διακριτά, όπως προδίδει ο γραμματικός κανόνας, που ζητάει τον συλλαβικό διαχωρισμό τους, όπου απαιτείται;
Η σύγχρονη ελληνική φιλολογία πιθανότατα αναπαράγει τις δουλείες της κυρίαρχης τάξης, που την χρηματίζει. Είναι υποτελής στον "ινδοευρωπαϊσμό", σε μια χώρα, που ιστορικά προϋπήρξε της "Ευρώπης" και των "αφηγημάτων" ιστορικής καταξίωσής της.
Τα ελληνικά τοπωνύμια και ο σκληρός πυρήνας της καθομιλουμένης ελληνικής της κλασσικής αρχαιότητας δεν έχουν "ινδοευρωπαϊκή" ετυμολογία. Είναι "Πελασγικά", δηλαδή "παλαιομεσογειακά", ήγουν κοινής καταγωγής με τις αραβικές γλώσσες, ήγουν σημιτο-χαμιτικά.
Νομίζω σε αυτές τις γλώσσες "Υμιέτ" σημαίνει το όρος της προσευχής, η δε κατάληξη "του" ήταν πολύ συνηθισμένη εκεί.
Μου φαίνεται λιγότερο τραβηγμένη από τα μαλλιά αυτή η ετυμολόγηση.
Σε άλλες λέξεις είναι πιο ξεκάθαρη η προέλευση: Η Θήβα, είναι "αδελφή" της ομώνυμης αιγυπτιακής, άλλωστε από τον μεσανατολίτη "Κάδμο" (καντάμ=ευτυχής, καλότυχος) ιδρύθηκε. Η Μαντίνεια συνηχεί με την εξ ίσου πανάρχαιη Μεντίνα του (πολύ μεταγενέστερου) Μωάμεθ, και το συνθετικό "μαντάν" στα αραβικά σημαίνει κάτι, που σχετίζεται με "πόλη", γι αυτό και το σύνθημα "μαντανίγια", που ακούσαμε στην "αραβική άνοιξη" να διεκδικεί τον "πολιτικό" η αλλιώς "κοσμικό" χαρακτήρα του κράτους. Κ.ο.κ. Τα τοπωνύμια (τα αρχαϊκά, όχι τα σλάβικα) στην περιοχή μας (που ενίοτε εξικνείται μέχρι και το ...Νιούπορτ της Ουαλλίας!) είναι κατά 80% αραβικά, φοινικικά κλπ.
Δυστυχώς όμως, "ανήκομεν εις την Δύσιν" και "είμαστε ...Ευρωπαίοι", ...τρομάρα μας!
Νάσαι καλά ρε "Μπάμπη του Σκάϊ", με τις αφορμές, που μας δίνεις!
@ Σεχτάρ ο Τρομερός
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάμε χαλαρά, λοιπόν. Άλλωστε, είναι πια Σάββατο!
Εκτός από το "υμιέτ" που αναφέρεις, υπάρχει και το "υμήτ", το οποίο σημαίνει κάτι άγονο. Πάντως, η λέξη πρέπει να έχει σχέση με νερό, μιας και το αρχικό ύψιλον υποδηλώνει (κατά μείζονα λόγο) υγρό. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάθε του μορφή (κεφαλαίο ή πεζό) το ύψιλον θυμίζει δοχείο συλλογής υγρών.
Για την ονομασία "Τρελλός", κάποιοι λένε πως όντως φταίνε οι ενετοί. Μόνο που οι ενετοί το έλεγαν σωστά: "Monte Imetto", δηλαδή Όρος Υμηττός". Εμείς τα κάναμε μαντάρα, φθείροντας στην καθομιλουμένη το "Monte Imetto" σε "Monte Matto", το οποίο όντως σημαίνει τρελό βουνό.
Παρεμπιπτόντως, ας σημειώσουμε ότι υπάρχουν κείμενα του 18ου αιώνα, στα οποία ο Υμηττός αναφέρεται (ακόμη!) ως Τηλεβούνι.
Εν πάση περιπτώσει, μπορώ να κάνω ένα ευρύτερο σχόλιο. Οι βαθειές ρίζες των γλωσσών (είτε ινδοευρωπαϊκής είτε παλαιομεσογειακής είτε οποιασδήποτε άλλης προελεύσεως) δεν κάνουν άλλο παρά να μας θυμίζουν το κοινό μας λίκνο. Κάτι που αποτελεί την πλέον αποστομωτική απάντηση σε όσους άνοες επιμένουν σε εθνικές καθαρότητες και άλλες παρεμφερείς εμετικές αηδίες.
Ευχαριστούμε για την ετυμολογία,την ιστορία και τις αναμνήσεις που δεν πρέπει να ξεχνάμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά τοπωνύμια της Αττικής, αλλά και γενικά της Ελλάδας, έχουν πελασγική προέλευση. Υμηττός, Λυκαβηττός, Ιλισσός, Κηφισός, Πάρνηθα, Αρδηττός, προφανώς και η λέξη Αθήνα. Δεν ξέρουμε τι σημαίνουν γιατί δε γνωρίζουμε πελασγικά. Όταν κατέβηκαν τα ελληνικά φύλα, απλά πήραν τις λέξεις αυτές από τους ντόπιους πελασγούς κι απλά τις εξελλήνισαν, βάζοντας την κατάληξη κι εντάσσοντάς τις στο ελλ. κλιτικό σύστημα. Επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια ετυμολόγησης των παραπάνω λέξεων βάσει της ελλ. γλώσσας είναι άτοπη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνσταση στο Σεχτάρ. (Σόρυ). Οι γλώσσες χωρίζονται σε οικογένειες. Ινδοευρωπαϊκή (τι να κάνουμε; έτσι την ονομάσανε), χαμιτο-σημιτική, ουραλο-αλταϊκή οικογένεια κλπ. Η κάθε οικογένεια χωρίζεται σε ομάδες/κλάδους γλωσσών. Στην ινδοευρωπαϊκή ανήκει η σλαβική ομάδα, η λατινική, η γερμανική, η ινδοϊρανική, η ελληνική (ως ξεχωριστή ομάδα), η αλβανική (το ίδιο) κλπ. Βλέπουμε λοιπόν ότι η θεωρία του Δαρβίνου της εξέλιξης και της διαφοροποίησης των ειδών ισχύει και στις γλώσσες.
Ας μην κολάμε λοιπόν στην ταμπέλα "ινδοευρωπαϊκή". Μέχρι πριν 80 χρόνια λεγόταν "ινδογερμανική", χεχε, αλλά το άλλαξαν. Η ουσία όμως δεν αλλάζει.
Τώρα για τους πελασγούς του ελλαδικού χώρου. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως ανήκαν στην ΙΕ οικογ. γλωσσών, ξαδέρφια των χετταίων, των φρυγών, των λυδών, των θρακών, των ιλλυριών, των ετρούσκων και άλλων.
Και φυσικά υπήρξαν εποικήσεις του ελλαδικού χώρου και από βορειοσημίτες φοίνικες, πχ Θήβα όπως έγραψες, οι οποίοι εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε ανώτερη πολιτισμική βαθμίδα από τους ντόπιους πελασγούς.