Λέγαμε τις προάλλες ότι η Εθνική Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός για την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά πρώτον, ανέλαβε ως ανάδοχος την διάθεση των μετοχών τής νέας τράπεζας, μια διάθεση που έγινε με δημόσια προσφορά σε τρεις ισόποσες δόσεις. Κατά δεύτερον, συγκέντρωνε σε ειδικό λογαριασμό τα χρήματα που προορίζονταν για συμμετοχή τού δημοσίου στο κεφάλαιο της ΤτΕ (μιλάμε για τα τρία εκατ. στερλίνες που προβλέπονταν στο Πρωτόκολλο της Γενεύης) και απέδιδε εκ μέρους του δημοσίου στην ΤτΕ τα αποθέματα χρυσού και αργύρου του ελληνικού κράτους, τις ομολογίες του σε χρυσό, τις καταθέσεις όλων των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών κλπ. Με δυο λόγια, ο πλούτος του κράτους, ο οποίος βρισκόταν ως τότε στην ΕτΕ, μεταφέρθηκε στην ΤτΕ.
Το πρόβλημα ήταν ότι η ΕτΕ δεν μεταβίβαζε μόνο κρατική περιουσία. Έπρεπε να μεταβιβάσει και το εκδοτικό προνόμιο, το οποίο απολάμβανε από ιδρύσεώς της, το 1841. Μετά από τόσα χρόνια, αυτό το προνόμιο εθεωρείτο ως άυλο περιουσιακό στοιχείο, εφ' όσον προσέδιδε κύρος και ισχύ στην ΕτΕ. Τώρα, όμως, η ΕτΕ υποχρεωνόταν να το παραχωρήσει στην ΤτΕ, άρα να ζημιωθεί.
Παράλληλα, η ΕτΕ ζημιωνόταν και από την παράδοση του χρυσού στην ΤτΕ. Εφ' όσον η δραχμή ήταν ενταγμένη στον κανόνα χρυσού (δηλαδή, η ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος μιας χώρας καλυπτόταν από ισόποσης αξίας χρυσό), η ΕτΕ, ως εκδότρια τράπεζα, φρόντιζε με κατάλληλες αγοραπωλησίες να διαθέτει πάντοτε επαρκή καλύμματα. Το θέμα ήταν πως, λόγω των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές (ας θυμηθούμε και πάλι ότι βρισκόμαστε λίγο πριν το μεγάλο κραχ), η αξία των αποθεματικών πολύτιμων μετάλλων τραβούσε την ανηφόρα, οπότε τα αποθέματα της ΕτΕ σε χρυσό είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη υπεραξία. Το σύνολο της υπεραξίας των καλυμμάτων και του εκδοτικού προνομίου υπολογίστηκε στο δυσθεώρητο ύψος του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών (ή 2,67 εκατ. στερλινών) περίπου.
Αυτή η υπεραξία έγινε αιτία πολέμου, αφού η Εθνική ζητούσε ανάλογη αποζημίωση. Ο διοικητής της Αλέξανδρος Διομήδης ισχυριζόταν ότι η υπεραξία δημιουργήθηκε χάρη στην συνετή πολιτική και τις ορθές αγοραπωλησίες τής τράπεζάς του, άρα η ΕτΕ νομιμοποιείτο να την κρατήσει. Μαζί του συμφωνούσε και το Λαϊκό Κόμμα. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υποστήριζε ότι η υπεραξία δημιουργήθηκε από την διαχείριση της κρατικής περιουσίας, άρα πρέπει να ακολουθήσει την κρατική περιουσία στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι οικονομολόγοι της χώρας χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα, ώσπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να επέμβει με τον δικό του τρόπο: με το έτσι θέλω, μοίρασε την υπεραξία στις δυο τράπεζες 50/50.
Στο σημείο αυτό, αξίζει τον κόπο να κάνουμε άλλη μια στάση, για να πούμε δυο λόγια και για την Εθνική Τράπεζα. Η ΕτΕ ιδρύθηκε το 1841, με νόμο του Όθωνα "Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης" (ΦΕΚ 6/30-3-1841), σε μια προσπάθεια να τιθασσευτεί το τέρας το οποίο κατέτρωγε τα σπλάγχνα των ελλήνων και λεγόταν τοκογλυφία. Όπως λέει ο νόμος, "αι εργασίαι της τραπέζης θέλουν είσθαι αι εξής: 1) θέλει δανείζει επί υποθήκη και ενεχύρω, και 2) θέλει ενεργεί προεξοφλήσεις", ενώ συμπληρώνει ότι "πάσα άλλη επιχείρησις της τραπέζης, μη ενδιαλαμβανομένη εις το ανωτέρω άρθρον, απαγορεύεται". Στην συνέχεια, πάντως, ο νόμος ανοίγει και το -απαραίτητο στην ελληνική πραγματικότητα- παραθυράκι: "Δύναται, μολοντούτο, η τράπεζα, προϊόντος του χρόνου, να αναλάβη, τη συγκαταθέσει της Κυβερνήσεως και της γενικής συνελεύσεως, και νέας επιχειρήσεις". Στον ίδιο νόμο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της τράπεζας να εκδίδει χρήμα: "Προς τον σκοπόν τούτον η τράπεζα έχει το δικαίωμα να εκδώση τραπεζητικά γραμμάτια, πληρωτέα εις τον φέροντα...".
Σϋμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης, η ΤτΕ θα λειτουργούσε μέχρι το 1970 (μη ξεχνάμε ότι το δάνειο είχε διάρκεια 40 χρόνια και θα έληγε το 1968) ενώ το εκδοτικό της προνόμιο θα έληγε το 1960 κατόπιν καταγγελίας. Όμως, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν προέβη σε καταγγελία και το προνόμιο ανανεώθηκε αυτοδικαίως. Το 1970, η δικτατορική κυβέρνηση ανανέωσε την άδεια λειτουργίας της ΤτΕ μέχρι το 2000 (ΝΔ 413/1970. ΦΕΚ Α/16/22-1-1970), αυξάνοντας μάλιστα το μετοχικό κεφάλαιό της κατά 42 εκατ. δραχμές. Το 1992, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέτεινε εκ νέου την άδεια λειτουργίας της ΤτΕ μέχρι το 2020 (Ν.2010/1992, ΦΕΚ Α/20/14-2-1992). Τέλος, το 2012, η κυβέρνηση Σαμαρά αντικατέστησε το "2020" του παραπάνω νόμου με το "2050" (Ν.4099/2012, άρθρο 165, παρ. 7, ΦΕΚ Α/250/20-12-2012).
Ίσως ο προσεκτικός αναγνώστης να παρατήρησε ότι και οι τρεις παρατάσεις στην λειτουργία τής ΤτΕ δόθηκαν σε έντονες πολιτικά περιόδους: η πρώτη επί δικτατορίας, η δεύτερη επί κυβέρνησης με πλειοψηφία μόλις μιας έδρας και μετά από μια οικουμενική κυβέρνηση τραπεζίτη (Ζολώτας) ενώ η τρίτη επί δικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας, πάλι μετά από οικουμενική κυβέρνηση τραπεζίτη (Παπαδήμος). Αυτές οι συμπτώσεις έχουν επισημανθεί στο διαδίκτυο και έχουν γίνει αντικείμενο συνομωσιολογικών συζητήσεων, στις οποίες το ιστολόγιο αρνείται να συμμετέχει, κατά πάγια τακτική του. Εν τούτοις, θα άκουγε με ενδιαφέρον την απάντηση στην -μάλλον εύλογη- απορία σχετικά με τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν δυο κυβερνήσεις να νομοθετήσουν για παράταση της λειτουργίας της ΤτΕ οκτώ ολόκληρα χρόνια πριν την λήξη της.
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, ο λόγος που επέβαλε την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ήταν άλλος από την άσκηση ορθολογικής νομισματικής πολιτικής, η οποία θα υπάκουε στους διεθνείς κανόνες νομισματικής λειτουργίας και θα ήταν απαλλαγμένη από πολιτικές -ή ακόμη και κομματικές- παρεμβάσεις. Στην πράξη, όμως, τα φαινόμενα εμπλοκής τόσο του κράτους στα πόδια της ΤτΕ όσο και της Τράπεζας στην κυβερνητική λειτουργία κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Αποκορύφωμα ήταν ο διορισμός τού Γεράσιμου Αρσένη ως υπουργού εθνικής οικονομίας (5/7/1982-26/7/1985), ενώ ήταν ήδη διοικητής τής ΤτΕ (3/11/1981-20/2/1984), κάτι που του προσέδωσε τον τίτλο τού "Τσάρου της Οικονομίας".
Θα συνεχίσουμε.
Το πρόβλημα ήταν ότι η ΕτΕ δεν μεταβίβαζε μόνο κρατική περιουσία. Έπρεπε να μεταβιβάσει και το εκδοτικό προνόμιο, το οποίο απολάμβανε από ιδρύσεώς της, το 1841. Μετά από τόσα χρόνια, αυτό το προνόμιο εθεωρείτο ως άυλο περιουσιακό στοιχείο, εφ' όσον προσέδιδε κύρος και ισχύ στην ΕτΕ. Τώρα, όμως, η ΕτΕ υποχρεωνόταν να το παραχωρήσει στην ΤτΕ, άρα να ζημιωθεί.
Πενηντάδραχμο του 1927. Εκδόθηκε από την Εθνική Τράπεζα αλλά, μετά την ίδρυση της ΤτΕ, κυκλοφόρησε με κόκκινη επισήμανση της Τράπεζας της Ελλάδος. |
Παράλληλα, η ΕτΕ ζημιωνόταν και από την παράδοση του χρυσού στην ΤτΕ. Εφ' όσον η δραχμή ήταν ενταγμένη στον κανόνα χρυσού (δηλαδή, η ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος μιας χώρας καλυπτόταν από ισόποσης αξίας χρυσό), η ΕτΕ, ως εκδότρια τράπεζα, φρόντιζε με κατάλληλες αγοραπωλησίες να διαθέτει πάντοτε επαρκή καλύμματα. Το θέμα ήταν πως, λόγω των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές (ας θυμηθούμε και πάλι ότι βρισκόμαστε λίγο πριν το μεγάλο κραχ), η αξία των αποθεματικών πολύτιμων μετάλλων τραβούσε την ανηφόρα, οπότε τα αποθέματα της ΕτΕ σε χρυσό είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη υπεραξία. Το σύνολο της υπεραξίας των καλυμμάτων και του εκδοτικού προνομίου υπολογίστηκε στο δυσθεώρητο ύψος του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών (ή 2,67 εκατ. στερλινών) περίπου.
Αυτή η υπεραξία έγινε αιτία πολέμου, αφού η Εθνική ζητούσε ανάλογη αποζημίωση. Ο διοικητής της Αλέξανδρος Διομήδης ισχυριζόταν ότι η υπεραξία δημιουργήθηκε χάρη στην συνετή πολιτική και τις ορθές αγοραπωλησίες τής τράπεζάς του, άρα η ΕτΕ νομιμοποιείτο να την κρατήσει. Μαζί του συμφωνούσε και το Λαϊκό Κόμμα. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υποστήριζε ότι η υπεραξία δημιουργήθηκε από την διαχείριση της κρατικής περιουσίας, άρα πρέπει να ακολουθήσει την κρατική περιουσία στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι οικονομολόγοι της χώρας χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα, ώσπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να επέμβει με τον δικό του τρόπο: με το έτσι θέλω, μοίρασε την υπεραξία στις δυο τράπεζες 50/50.
Στο σημείο αυτό, αξίζει τον κόπο να κάνουμε άλλη μια στάση, για να πούμε δυο λόγια και για την Εθνική Τράπεζα. Η ΕτΕ ιδρύθηκε το 1841, με νόμο του Όθωνα "Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης" (ΦΕΚ 6/30-3-1841), σε μια προσπάθεια να τιθασσευτεί το τέρας το οποίο κατέτρωγε τα σπλάγχνα των ελλήνων και λεγόταν τοκογλυφία. Όπως λέει ο νόμος, "αι εργασίαι της τραπέζης θέλουν είσθαι αι εξής: 1) θέλει δανείζει επί υποθήκη και ενεχύρω, και 2) θέλει ενεργεί προεξοφλήσεις", ενώ συμπληρώνει ότι "πάσα άλλη επιχείρησις της τραπέζης, μη ενδιαλαμβανομένη εις το ανωτέρω άρθρον, απαγορεύεται". Στην συνέχεια, πάντως, ο νόμος ανοίγει και το -απαραίτητο στην ελληνική πραγματικότητα- παραθυράκι: "Δύναται, μολοντούτο, η τράπεζα, προϊόντος του χρόνου, να αναλάβη, τη συγκαταθέσει της Κυβερνήσεως και της γενικής συνελεύσεως, και νέας επιχειρήσεις". Στον ίδιο νόμο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της τράπεζας να εκδίδει χρήμα: "Προς τον σκοπόν τούτον η τράπεζα έχει το δικαίωμα να εκδώση τραπεζητικά γραμμάτια, πληρωτέα εις τον φέροντα...".
Σϋμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης, η ΤτΕ θα λειτουργούσε μέχρι το 1970 (μη ξεχνάμε ότι το δάνειο είχε διάρκεια 40 χρόνια και θα έληγε το 1968) ενώ το εκδοτικό της προνόμιο θα έληγε το 1960 κατόπιν καταγγελίας. Όμως, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν προέβη σε καταγγελία και το προνόμιο ανανεώθηκε αυτοδικαίως. Το 1970, η δικτατορική κυβέρνηση ανανέωσε την άδεια λειτουργίας της ΤτΕ μέχρι το 2000 (ΝΔ 413/1970. ΦΕΚ Α/16/22-1-1970), αυξάνοντας μάλιστα το μετοχικό κεφάλαιό της κατά 42 εκατ. δραχμές. Το 1992, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέτεινε εκ νέου την άδεια λειτουργίας της ΤτΕ μέχρι το 2020 (Ν.2010/1992, ΦΕΚ Α/20/14-2-1992). Τέλος, το 2012, η κυβέρνηση Σαμαρά αντικατέστησε το "2020" του παραπάνω νόμου με το "2050" (Ν.4099/2012, άρθρο 165, παρ. 7, ΦΕΚ Α/250/20-12-2012).
ΦΕΚ 6/30-3-1841: "Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης" |
Ίσως ο προσεκτικός αναγνώστης να παρατήρησε ότι και οι τρεις παρατάσεις στην λειτουργία τής ΤτΕ δόθηκαν σε έντονες πολιτικά περιόδους: η πρώτη επί δικτατορίας, η δεύτερη επί κυβέρνησης με πλειοψηφία μόλις μιας έδρας και μετά από μια οικουμενική κυβέρνηση τραπεζίτη (Ζολώτας) ενώ η τρίτη επί δικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας, πάλι μετά από οικουμενική κυβέρνηση τραπεζίτη (Παπαδήμος). Αυτές οι συμπτώσεις έχουν επισημανθεί στο διαδίκτυο και έχουν γίνει αντικείμενο συνομωσιολογικών συζητήσεων, στις οποίες το ιστολόγιο αρνείται να συμμετέχει, κατά πάγια τακτική του. Εν τούτοις, θα άκουγε με ενδιαφέρον την απάντηση στην -μάλλον εύλογη- απορία σχετικά με τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν δυο κυβερνήσεις να νομοθετήσουν για παράταση της λειτουργίας της ΤτΕ οκτώ ολόκληρα χρόνια πριν την λήξη της.
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, ο λόγος που επέβαλε την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ήταν άλλος από την άσκηση ορθολογικής νομισματικής πολιτικής, η οποία θα υπάκουε στους διεθνείς κανόνες νομισματικής λειτουργίας και θα ήταν απαλλαγμένη από πολιτικές -ή ακόμη και κομματικές- παρεμβάσεις. Στην πράξη, όμως, τα φαινόμενα εμπλοκής τόσο του κράτους στα πόδια της ΤτΕ όσο και της Τράπεζας στην κυβερνητική λειτουργία κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Αποκορύφωμα ήταν ο διορισμός τού Γεράσιμου Αρσένη ως υπουργού εθνικής οικονομίας (5/7/1982-26/7/1985), ενώ ήταν ήδη διοικητής τής ΤτΕ (3/11/1981-20/2/1984), κάτι που του προσέδωσε τον τίτλο τού "Τσάρου της Οικονομίας".
Θα συνεχίσουμε.
Τίνος ειν' η φάτσα στο κόκκινο πενηντάρι ρε παιδιά?
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεώργιος Σταύρος, πρώτος διοικητής της ΕτΕ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια ερώτηση μόνο. Αφού η Εθνική ήταν υποχρεωμένη να "δώσει" στην ΤτΕ χρυσό κλπ. αξίας 3 εκατ., όταν αυτός ο χρυσός πήρε αξία, δεν μπορούσε απλά να δώσει λιγότερο χρυσό; Ήταν αναγκασμένη με λίγα λόγια, να δώσει όλα τα αποθέματα στην ΤτΕ ανεξαρτήτως ποσού, για να μπορεί να κόβει χρήμα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ!
Κώστας
@ Κώστας
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα θυμηθούμε ότι η ΤτΕ ιδρύθηκε το 1928 και η ΕτΕ μετέφερε αμέσως σ' αυτήν τον πλούτο τού δημοσίου. Μέχρι τότε, η ΕτΕ ήταν η κεντρική τράπεζα της χώρας και σ' αυτήν είχε καταθέσει τον χρυσό του το κράτος. Άρα, η ΕτΕ πήρε εντολή να μεταφέρει στην ΤτΕ χρυσό τόσου βάρους, όχι τόσης αξίας.
@Teddy
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστό, το λέει ξεκάθαρα και στο κείμενο τώρα που τα ξαναδιάβασα. Απλά μπέρδεψα το κεφάλαιο της συμμετοχής με την μεταφορά του χρυσού κλπ.
Τhanks πάντως για την γρήγορη απάντηση!
Κώστας