Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι - άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου - με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
Κώστας Βάρναλης
(από την συλλογή "Ελεύθερος κόσμος", 1965)
--------------------------------------------------------
Σημειώσεις
Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί ευρέως απόσπασμα του παραπάνω ποιήματος με τον εσφαλμένο τίτλο "Πρωτομαγιά 1943". Το λάθος είναι ευδιάκριτο, αφού ο Βάρναλης γράφει για την εκτέλεση των διακοσίων πατριωτών (όλοι κομμουνιστές κρατούμενοι) από τους γερμανούς κατακτητές στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, η οποία έγινε ανήμερα πρωτομαγιάς το 1944.
Ο "Ναπολέος" του ποιήματος είναι ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο οποίος ήξερε γερμανικά και έκανε τον διερμηνέα. Όταν οι γερμανοί του έδωσαν να διαβάσει την λίστα με τα διακόσια ονόματα προς εκτέλεση, ο "Ναπολέος" διάβασε ατάραχος και το δικό του όνομα στον αριθμό 167. Όταν τελείωσε, πήγε και στάθηκε μαζί με τους υπόλοιπους. Ο διοικητής τού στρατοπέδου Φίσσερ (αποκαλούμενος "κτήνος" για την σκληρότητά του) τον κάλεσε να βγει από την σειρά. "Αν βγω εγώ, θα βάλετε άλλον;", ρώτησε ο Σουκατζίδης. "Έχω διαταγή να εκτελέσω διακόσιους", απάντησε ο Φίσσερ. "Μένω στην σειρά μου, λοιπόν", αντιγύρισε ο Σουκατζίδης. Ο Φίσσερ δεν είπε λέξη, μόνο στάθηκε προσοχή με σεβασμό.
Εδώ χρησιμοποιήθηκε ως πηγή η πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση του Κέδρου "Κώστας Βάρναλης - Άπαντα τα ποιητικά 1904-1975" (σελ. 542, τιμή 30 ευρώ), η οποία περιλαμβάνει τις συλλογές Πυθμένες (1904), Κηρήθρες (1905), Προσκυνητής (1919), Το φως που καίει (1922), Σκλάβοι πολιορκημένοι, (1927), Σκόρπια ποιήματα (1910-1958), Ελεύθερος κόσμος (1965) και Οργή λαού (κυκλοφόρησε το 1975, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή).
Το σημερινό κείμενο συνοδεύεται από τρεις άγνωστες στο ευρύ κοινό φωτογραφίες τού Κώστα Βάρναλη σε νεανική ηλικία. Για την φωτογραφία με το καπέλλο στο χέρι, μπορούμε να πούμε ότι είναι του 1914, όταν ο Βάρναλης ήταν 30 ετών. Στην τελευταία φωτογραφία, ο Βάρναλης κάθεται άκρη δεξιά.
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι - άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου - με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
Κώστας Βάρναλης
(από την συλλογή "Ελεύθερος κόσμος", 1965)
--------------------------------------------------------
Σημειώσεις
Στο διαδίκτυο κυκλοφορεί ευρέως απόσπασμα του παραπάνω ποιήματος με τον εσφαλμένο τίτλο "Πρωτομαγιά 1943". Το λάθος είναι ευδιάκριτο, αφού ο Βάρναλης γράφει για την εκτέλεση των διακοσίων πατριωτών (όλοι κομμουνιστές κρατούμενοι) από τους γερμανούς κατακτητές στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, η οποία έγινε ανήμερα πρωτομαγιάς το 1944.
Ο "Ναπολέος" του ποιήματος είναι ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο οποίος ήξερε γερμανικά και έκανε τον διερμηνέα. Όταν οι γερμανοί του έδωσαν να διαβάσει την λίστα με τα διακόσια ονόματα προς εκτέλεση, ο "Ναπολέος" διάβασε ατάραχος και το δικό του όνομα στον αριθμό 167. Όταν τελείωσε, πήγε και στάθηκε μαζί με τους υπόλοιπους. Ο διοικητής τού στρατοπέδου Φίσσερ (αποκαλούμενος "κτήνος" για την σκληρότητά του) τον κάλεσε να βγει από την σειρά. "Αν βγω εγώ, θα βάλετε άλλον;", ρώτησε ο Σουκατζίδης. "Έχω διαταγή να εκτελέσω διακόσιους", απάντησε ο Φίσσερ. "Μένω στην σειρά μου, λοιπόν", αντιγύρισε ο Σουκατζίδης. Ο Φίσσερ δεν είπε λέξη, μόνο στάθηκε προσοχή με σεβασμό.
Εδώ χρησιμοποιήθηκε ως πηγή η πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση του Κέδρου "Κώστας Βάρναλης - Άπαντα τα ποιητικά 1904-1975" (σελ. 542, τιμή 30 ευρώ), η οποία περιλαμβάνει τις συλλογές Πυθμένες (1904), Κηρήθρες (1905), Προσκυνητής (1919), Το φως που καίει (1922), Σκλάβοι πολιορκημένοι, (1927), Σκόρπια ποιήματα (1910-1958), Ελεύθερος κόσμος (1965) και Οργή λαού (κυκλοφόρησε το 1975, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του ποιητή).
Το σημερινό κείμενο συνοδεύεται από τρεις άγνωστες στο ευρύ κοινό φωτογραφίες τού Κώστα Βάρναλη σε νεανική ηλικία. Για την φωτογραφία με το καπέλλο στο χέρι, μπορούμε να πούμε ότι είναι του 1914, όταν ο Βάρναλης ήταν 30 ετών. Στην τελευταία φωτογραφία, ο Βάρναλης κάθεται άκρη δεξιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.