Στο προηγούμενο σημείωμα είπαμε ότι σήμερα θα αναφερθούμε στην συνθήκη τού Μάαστριχτ, η οποία σηματοδοτεί την πρώτη καθαρή και συγκροτημένη νεοφιλελεύθερη στροφή τής Ευρώπης. Αλλά, πώς φτάσαμε στο Μάαστριχτ;
Αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι καπιταλιστικές χώρες τής δύσης ένοιωσαν ότι απειλούνται από την επέκταση και την ευρύτερη αποδοχή τού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού τής ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, παραμερίζοντας τις αντιπαλότητές τους, αισθάνθηκαν την ανάγκη συνένωσης των δυνάμεών τους ενώπιον του κοινού εχθρού, του κομμουνισμού. Πρώτο βήμα αυτής της συνένωσης δυνάμεων ήταν η δημιουργία τής Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951 από 6 χώρες: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο. Το 1957, οι ίδιες χώρες ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ή "ΕΟΚ των 6". Με την Πράξη Συγχώνευσης του 1965, τα όργανα της ΕΚΑΧ και της ΕΟΚ συγχωνεύθηκαν. Κατά την δεκαετία τού '70 μπήκαν στην ΕΟΚ η Δανία, η Ιρλανδία και η Μεγάλη Βρεττανία, ενώ την επόμενη δεκαετία προστέθηκαν η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Έτσι, φτάσαμε στην "ΕΟΚ των 12" και στην γνωστή σημαία με τα 12 αστέρια.
Μετά την ήττα τού σοσιαλισμού στις αρχές τής δεκαετίας τού '90, οι ηγέτες τής ΕΟΚ είδαν στην ανατολική Ευρώπη πρόσφορο έδαφος για την επέκταση του καπιταλισμού και άρχισαν να δέχονται ως μέλη στην Κοινότητα την μία μετά την άλλη τις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Όμως, αυτή η διόγκωση της ΕΟΚ απαιτούσε αυστηρότερο έλεγχο για να μη "χαθεί η μπάλα". Στην σύνοδο του Λουξεμβούργο, τον Δεκέμβριο του 1985, είχε υιοθετηθεί η "Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη" για την δημιουργία ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Όμως, οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις και η -χαρακτηριστική στον καπιταλισμό- ανισόμετρη ανάπτυξη δεν άφησαν την ιδέα τής ενιαίας εσωτερικής αγοράς να ολοκληρωθεί. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1991, οι υπουργοί εξωτερικών τής τότε "ΕΟΚ των 12" μαζεύτηκαν στο Μάαστριχτ για να λύσουν το πρόβλημα. Αποτέλεσμα αυτής της σύσκεψης υπήρξε η περίφημη "συνθήκη του Μάαστριχτ", η οποία έβαλε τα θεμέλια της μετεξέλιξης της ΕΟΚ στην σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ προέβλεπε τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), την καθιέρωση ενιαίου νομίσματος για όλα τα κράτη-μέλη και την πολιτική ενοποίηση της Ε.Ε. με μια μορφή Ομοσπονδίας ή Συνομοσπονδίας. Με εμφανή την δυσκολία τής πολιτικής ενοποίησης, το βάρος τής συνθήκης έπεσε στην ΟΝΕ, η διαδικασία διαμόρφωσης της οποίας χωρίστηκε σε τρία στάδια:
Το πρώτο στάδιο έπρεπε να ολοκληρωθεί στο τέλος του 1993. Στο χρονικό αυτό διάστημα, αίρονταν οι περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων ανάμεσα στα κράτη-μέλη και εντασσόταν το νόμισμα κάθε κράτους-μέλους στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ). Στο ΕΝΣ μετείχαν τότε οι 11 χώρες της ΕΟΚ, εκτός της Ελλάδας (η δραχμή έπρεπε να ενταχθεί στο ΕΝΣ μέχρι 31 Δεκέμβρη 1994, οπότε και πράγματι εντάχθηκε). Επίσης, το πρώτο στάδιο προέβλεπε, για κάθε κράτος-μέλος, την εφαρμογή πολιτικής που θα οδηγούσε στην "σύγκλιση των οικονομιών" και τέθηκαν τέσσερα ενιαία κριτήρια σχετικά με τον πληθωρισμό, τα δημόσια ελλείμματα, το δημόσιο χρέος και τα επιτόκια.
Το δεύτερο στάδιο της ΟΝΕ θα άρχιζε την πρωτοχρονιά τού 1994 και θα διαρκούσε 3 χρόνια. Στο στάδιο αυτό θα εδημιουργείτο το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο (ΕΝΙ), με σκοπό τον συντονισμό της νομισματικής πολιτικής και την προώθηση των προϋποθέσεων για το κοινό νόμισμα. Μέχρι το τέλος τού 1996, τα κράτη-μέλη θα έπρεπε να είχαν επεξεργαστεί το πλαίσιο ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Σ' αυτό το στάδιο θα άρχιζαν να εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, την απαγόρευση του εσωτερικού δανεισμού τού δημοσίου και την ανεξαρτητοποίηση των κεντρικών τραπεζών από τις εθνικές νομοθεσίες.
Στο τρίτο στάδιο, οι οικονομίες των κρατών-μελών θα ελέγχονταν από τα όργανα της Κοινότητας ως προς το βαθμό σύγκλισης των οικονομιών και το ΕΝΙ θα μετατρεπόταν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η ΕΚΤ και όλες οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών θα αποτελούσαν από κοινού το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) ή Ευρωσύστημα. Οι αποφάσεις τής ΕΚΤ θα είχαν υποχρεωτική ισχύ για κάθε κράτος-μέλος (*). Σ' αυτό το στάδιο τα εθνικά νομίσματα θα καταργούνταν και θα υιοθετείτο το κοινό ευρωνόμισμα. Κάπως έτσι, η ΟΝΕ ξεκινάει από την πρωτοχρονιά τού 1999 με όσα κράτη-μέλη πληρούν τα τέσσερα κριτήρια: Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία Ιρλανδία, Φινλανδία και Αυστρία. Η Ελλάδα μπήκε το 2001, ενώ Βρεττανία, Δανία, και Σουηδία μένουν εκτός (οι δύο τελευταίες μετά απο δημοψήφισμα).
Λεπτομέρεια: Η συνθήκη τού Μάαστριχτ εγκρίθηκε από κάθε κυβέρνηση κράτους-μέλους χωριστά, εντός τού 1992. Στην Ελλάδα ψηφίστηκε τον Ιούλιο από όλα τα κόμματα πλην ΚΚΕ, χωρίς οι βουλευτές να έχουν υπ' όψη τους το κείμενο της συνθήκης, το οποίο δεν δόθηκε στην δημοσιότητα παρά μόνο μετά την ψήφισή του! Προφανώς, το παραμυθάκι "το ψήφισα δίχως να το διαβάσω" δεν αποτελεί δημιούργημα των ημερών μας.
Πριν κλείσουμε το σημερινό μας σημείωμα, ας διατυπώσω και δυο απορίες: (α) Αν δεν πρόκειται για πρόστυχη διαδικασία ενίσχυσης του καπιταλισμού, ποιά λογική μπορεί να διέπει την υιοθέτηση κοινού νομίσματος από μια πλούσια και μια φτωχή χώρα; Όσο κι αν σπούδασα οικονομικά, είναι αδύνατον να καταλάβω... (β) Έχοντας υπ' όψη όσα προαναφέραμε, πόση λογική μπορεί να διαθέτουν όσοι τάσσονται υπέρ μιας "Ευρώπης των λαών και όχι των μονοπωλίων", εφ' όσον αυτό το "μαγαζί" έχει φτιαχτεί από τα μονοπώλια στα μέτρα τους;
(*) Αυτός ο όρος καθιστά τον τίτλο "Τράπεζα της Ελλάδος" ψευδεπίγραφο. Ο σωστός τίτλος θα ήταν: "Ευρωσύστημα - υποκατάστημα Ελλάδος".
"ποιά λογική μπορεί να διέπει την υιοθέτηση κοινού νομίσματος από μια πλούσια και μια φτωχή χώρα;"
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ίδια λογική που υπαγόρευσε την πρόσδεση της δραχμής στο δολάριο από το 1953 ως το 1972 και στο χρυσό φράγκο τον 19ο αιώνα.
Επίσης, δεν ξέρω αν το κείμενο της Συνθήκης του Μααστρίχτ είχε μοιραστεί στους βουλευτές που την ψήφισαν, αλλά σαφώς ήταν διαθέσιμο τουλαχιστον από τον Δεκέμβριο του 1991. Το ξέρω, διότι ένα μέρος του το μετέφρασα εγώ ☺