Η αυγή τού 21ου αιώνα ήταν ιδιαίτερα "γκαντέμικη" τόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για την ανθρωπότητα, αφού στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ βρέθηκε ο Τζωρτζ Μπους τζούνιορ, ο πλέον ηλίθιος αλλά και ο πλέον ένθερμος οπαδός των νεοφιλελεύθερων δοξασιών που ηγήθηκε ποτέ της -μοναδικής πια- υπερδύναμης. Σαν έτοιμος από καιρό, ο νέος πρόεδρος άρχισε αμέσως να κομματιάζει το πολιτειακό δημόσιο και να το μοιράζει στις πολυεθνικές εταιρείες, είτε μέσω της μείωσης των φόρων είτε μέσω της ανάθεσης σ' αυτές ευνοϊκώτατων συμβάσεων.
Σε άρθρο του στο περιοδικό "Tucson Weekly", ο Γιον Έλλιστον αποκαλύπτει ότι, από τον Απρίλιο κιόλας, ο διευθυντής τού γραφείου προϋπολογισμού Μιτς Ντάνιελς δήλωνε απροκάλυπτα: "η γενική ιδέα ότι δουλειά τής κυβέρνησης δεν είναι να παρέχει υπηρεσίες αλλά να εξασφαλίζει ότι παρέχονται, μου φαίνεται αυτονόητη" (Tucson Weekly, 23/09/2004). Ως κι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας διαχείρισης έκτακτων καταστάσεων, Τζόζεφ Ώλμποου, βεβαίωσε ότι είχε αναλάβει ένα τεράστιο πρόγραμμα ανάθεσης αρμοδιοτήτων σε μη κυβερνητικούς παράγοντες, προκειμένου να επιτευχθεί "η καλύτερη απόδοση των χρημάτων των φορολογουμένων".
Η "επιτυχία" όλης αυτής της νεοφιλελεύθερης διαδικασίας φάνηκε ξεκάθαρα στο χτύπημα που δέχτηκαν οι "δίδυμοι πύργοι" τής Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Χωρίς να μπαίνω σε συνωμοσιολογικές αναλύσεις, με την διάλυση που χαρακτήριζε ολόκληρο το σύστημα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, δεν μου φαίνεται καθόλου παράλογο το να καταφέρουν μια χούφτα άνθρωποι να αποκαλύψουν την γύμνια τού βασιλιά. Μια γύμνια που φάνηκε ξεκάθαρα από το ότι (α) οι δράστες πέρασαν απολύτως ανενόχλητοι από όλα τα σημεία ελέγχων των αεροδρομίων(*), (β) οι ελεγκτές δεν πήραν χαμπάρι την αλλαγή πορείας των αεροπλάνων και (γ) κατά την επιχείρηση διάσωσης, μετά το χτύπημα, κατέρρευσαν οι ραδιοεπικοινωνίες της αστυνομίας και της πυροσβεστικής υπηρεσίας.
Μετά το χτύπημα, η κυβέρνηση άρχισε να ψάχνεται. Στο πολυσέλιδο πόρισμά της, η κυβερνητική επιτροπή διαπιστώνει ότι οι αεροπορικές εταιρείες αδιαφορούσαν για την ασφάλεια των πτήσεων, προκειμένου να κρατήσουν χαμηλά το κόστος(**). Ξαφνικά, όλοι συνειδητοποίησαν ότι δεν είναι δυνατόν να ανατίθενται καθήκοντα υπευθύνου ασφαλείας σε έναν συμβασιούχο που αμείβεται με 6 δολλάρια την ώρα...
Η μουδιασμένη κοινή γνώμη άρχισε να αντιδρά έναν μήνα αργότερα, όταν άρχισαν να ταχυδρομούνται φάκελλοι που περιείχαν σκόνη άνθρακα. Τότε διαπιστώθηκε ότι το κράτος είχε εκχωρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής εμβολίου κατά του άνθρακα στην Bioport, η οποία είχε φτιάξει ένα τόσο κακής πιότητας εμβόλιο ώστε ο εθνικός οργανισμός φαρμάκου να μη της δίνει έγκριση κυκλοφορίας. Οι άκρατες ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων χρόνων βρέθηκαν στο στόχαστρο. Στο ερώτημα "γιατί η ασφάλεια των πτήσεων εκχωρήθηκε σε ιδιώτες;" προστέθηκε και το ερώτημα "γιατί παραχωρήθηκε σε ιδιωτική εταιρεία το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής εμβολίων κατά του άνθρακα;" Εφ' όσον ήταν δυνατόν να μεταδοθούν επιδημίες μέσω αλληλογραφίας, "γιατί να ιδιωτικοποιηθούν τα ταχυδρομεία;". Κι αν μπορούσε κάποιος να μολύνει το σύστημα ύδρευσης, "γιατί να μην επανασυσταθεί η κρατική υπηρεσία ελέγχου τροφίμων και νερού;"
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το σκάνδαλο Enron στο οποίο αναφερθήκαμε πρόσφατα, αύξησε κατακόρυφα την εμπιστοσύνη της γνώμης τόσο προς τις δημόσιες υπηρεσίες όσο και προς τους συνδικαλιζόμενους εργαζομένους τού δημόσιου τομέα(***), κάτι που υποχρεώθηκε να το αναγνωρίσει ακόμη κι ο ίδιος ο Μπoυς. Η κοινή γνώμη ανάγκασε τον Μπους να αναλωθεί σε πρωτόγνωρους επαίνους προς τους δημοσίους υπαλλήλους (αστυνομικούς, πυροσβέστες, ταχυδρομικούς, υγειονομικούς, εκπαιδευτικούς κλπ), σε σημείο που ο ενενηντάχρονος Φρήντμαν ανησύχησε έντονα μήπως ο πρόεδρος αποκηρύξει το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, όπως είχε κάνει κάποτε ο Νίξον.
Σύντομα απεδείχθη ότι αδίκως ανησύχησε ο Φρήντμαν. Ούτε ο Μπους ούτε οι συνεργάτες του είχαν σκοπό να αλλάξουν ρότα. Απλώς, βρήκαν έναν άλλο τρόπο να εκμεταλλευτούν και να χειραγωγήσουν την αμερικανική κοινή γνώμη...
(*) Στις 21 Ιουλίου 2000, το Κυβερνητικό Γραφείο Ευθύνης (GAO) είχε υποβάλει έκθεση, όπου έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την ασφάλεια των πτήσεων, επειδή οι ιδιώτες που είχαν αναλάβει αυτόν τον τομέα διαχειρίζονταν με εξαιρετική επιπολαιότητα τα θέματα ασφαλείας. Η έκθεση επεσήμαινε την ανάθεση των ελέγχων σε κακοπληρωμένους και ανεκπαίδευτους συμβασιούχους και σημείωνε χαρακτηριστικά: "οι ελεγκτές αμείβονται με τον κατώτερο μισθό και συχνά βγάζουν λιγώτερα από τους εργαζόμενους στα φαστ-φουντ του αεροδρομίου".
(**)Χαρακτηριστικά, ομοσπονδιακός αξιωματούχος (σημ.: δεν κατονομάζεται στο πόρισμα) περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι εταιρείες τα προσβλήματα ασφαλείας, με τρεις λέξεις: decray, deny, delay (διαμαρτυρία, άρνηση, καθυστέρηση).
(***) Σύμφωνα με δημοσίευμα της San Francisco Chronicle, 6 στους 10 πολίτες εμπιστεύονταν τις δημόσιες υπηρεσίες, το υψηλότερο ποσοστό μετά το 1968 (SFC, "Home of the brave", 23/10/2011)
Σε άρθρο του στο περιοδικό "Tucson Weekly", ο Γιον Έλλιστον αποκαλύπτει ότι, από τον Απρίλιο κιόλας, ο διευθυντής τού γραφείου προϋπολογισμού Μιτς Ντάνιελς δήλωνε απροκάλυπτα: "η γενική ιδέα ότι δουλειά τής κυβέρνησης δεν είναι να παρέχει υπηρεσίες αλλά να εξασφαλίζει ότι παρέχονται, μου φαίνεται αυτονόητη" (Tucson Weekly, 23/09/2004). Ως κι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας διαχείρισης έκτακτων καταστάσεων, Τζόζεφ Ώλμποου, βεβαίωσε ότι είχε αναλάβει ένα τεράστιο πρόγραμμα ανάθεσης αρμοδιοτήτων σε μη κυβερνητικούς παράγοντες, προκειμένου να επιτευχθεί "η καλύτερη απόδοση των χρημάτων των φορολογουμένων".
Η "επιτυχία" όλης αυτής της νεοφιλελεύθερης διαδικασίας φάνηκε ξεκάθαρα στο χτύπημα που δέχτηκαν οι "δίδυμοι πύργοι" τής Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Χωρίς να μπαίνω σε συνωμοσιολογικές αναλύσεις, με την διάλυση που χαρακτήριζε ολόκληρο το σύστημα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, δεν μου φαίνεται καθόλου παράλογο το να καταφέρουν μια χούφτα άνθρωποι να αποκαλύψουν την γύμνια τού βασιλιά. Μια γύμνια που φάνηκε ξεκάθαρα από το ότι (α) οι δράστες πέρασαν απολύτως ανενόχλητοι από όλα τα σημεία ελέγχων των αεροδρομίων(*), (β) οι ελεγκτές δεν πήραν χαμπάρι την αλλαγή πορείας των αεροπλάνων και (γ) κατά την επιχείρηση διάσωσης, μετά το χτύπημα, κατέρρευσαν οι ραδιοεπικοινωνίες της αστυνομίας και της πυροσβεστικής υπηρεσίας.
Μετά το χτύπημα, η κυβέρνηση άρχισε να ψάχνεται. Στο πολυσέλιδο πόρισμά της, η κυβερνητική επιτροπή διαπιστώνει ότι οι αεροπορικές εταιρείες αδιαφορούσαν για την ασφάλεια των πτήσεων, προκειμένου να κρατήσουν χαμηλά το κόστος(**). Ξαφνικά, όλοι συνειδητοποίησαν ότι δεν είναι δυνατόν να ανατίθενται καθήκοντα υπευθύνου ασφαλείας σε έναν συμβασιούχο που αμείβεται με 6 δολλάρια την ώρα...
Η μουδιασμένη κοινή γνώμη άρχισε να αντιδρά έναν μήνα αργότερα, όταν άρχισαν να ταχυδρομούνται φάκελλοι που περιείχαν σκόνη άνθρακα. Τότε διαπιστώθηκε ότι το κράτος είχε εκχωρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής εμβολίου κατά του άνθρακα στην Bioport, η οποία είχε φτιάξει ένα τόσο κακής πιότητας εμβόλιο ώστε ο εθνικός οργανισμός φαρμάκου να μη της δίνει έγκριση κυκλοφορίας. Οι άκρατες ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων χρόνων βρέθηκαν στο στόχαστρο. Στο ερώτημα "γιατί η ασφάλεια των πτήσεων εκχωρήθηκε σε ιδιώτες;" προστέθηκε και το ερώτημα "γιατί παραχωρήθηκε σε ιδιωτική εταιρεία το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής εμβολίων κατά του άνθρακα;" Εφ' όσον ήταν δυνατόν να μεταδοθούν επιδημίες μέσω αλληλογραφίας, "γιατί να ιδιωτικοποιηθούν τα ταχυδρομεία;". Κι αν μπορούσε κάποιος να μολύνει το σύστημα ύδρευσης, "γιατί να μην επανασυσταθεί η κρατική υπηρεσία ελέγχου τροφίμων και νερού;"
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το σκάνδαλο Enron στο οποίο αναφερθήκαμε πρόσφατα, αύξησε κατακόρυφα την εμπιστοσύνη της γνώμης τόσο προς τις δημόσιες υπηρεσίες όσο και προς τους συνδικαλιζόμενους εργαζομένους τού δημόσιου τομέα(***), κάτι που υποχρεώθηκε να το αναγνωρίσει ακόμη κι ο ίδιος ο Μπoυς. Η κοινή γνώμη ανάγκασε τον Μπους να αναλωθεί σε πρωτόγνωρους επαίνους προς τους δημοσίους υπαλλήλους (αστυνομικούς, πυροσβέστες, ταχυδρομικούς, υγειονομικούς, εκπαιδευτικούς κλπ), σε σημείο που ο ενενηντάχρονος Φρήντμαν ανησύχησε έντονα μήπως ο πρόεδρος αποκηρύξει το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, όπως είχε κάνει κάποτε ο Νίξον.
Σύντομα απεδείχθη ότι αδίκως ανησύχησε ο Φρήντμαν. Ούτε ο Μπους ούτε οι συνεργάτες του είχαν σκοπό να αλλάξουν ρότα. Απλώς, βρήκαν έναν άλλο τρόπο να εκμεταλλευτούν και να χειραγωγήσουν την αμερικανική κοινή γνώμη...
(*) Στις 21 Ιουλίου 2000, το Κυβερνητικό Γραφείο Ευθύνης (GAO) είχε υποβάλει έκθεση, όπου έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την ασφάλεια των πτήσεων, επειδή οι ιδιώτες που είχαν αναλάβει αυτόν τον τομέα διαχειρίζονταν με εξαιρετική επιπολαιότητα τα θέματα ασφαλείας. Η έκθεση επεσήμαινε την ανάθεση των ελέγχων σε κακοπληρωμένους και ανεκπαίδευτους συμβασιούχους και σημείωνε χαρακτηριστικά: "οι ελεγκτές αμείβονται με τον κατώτερο μισθό και συχνά βγάζουν λιγώτερα από τους εργαζόμενους στα φαστ-φουντ του αεροδρομίου".
(**)Χαρακτηριστικά, ομοσπονδιακός αξιωματούχος (σημ.: δεν κατονομάζεται στο πόρισμα) περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι εταιρείες τα προσβλήματα ασφαλείας, με τρεις λέξεις: decray, deny, delay (διαμαρτυρία, άρνηση, καθυστέρηση).
(***) Σύμφωνα με δημοσίευμα της San Francisco Chronicle, 6 στους 10 πολίτες εμπιστεύονταν τις δημόσιες υπηρεσίες, το υψηλότερο ποσοστό μετά το 1968 (SFC, "Home of the brave", 23/10/2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.