Μετά από το εορταστικό μας διάλειμμα, επανερχόμαστε στην σειρά των κειμένων μας για τον νεοφιλελευθερισμό, όπου έχουμε αρχίσει να εξετάζουμε τα "κατορθώματα" τού Φρήντμαν και της παρέας του στην ίδια τους την χώρα, τις ΗΠΑ. Αλλά, πριν συνεχίσουμε, ας ρίξουμε μια ματιά στον περίφημο "Νόμο Glass-Steagall" (Νόμος Γκλας-Στήγκαλ, εφ' εξής "Ν.G-S"), γιατί θα μας χρειαστεί παρακάτω.
Για να μη ρίχνουμε όλα τα στραβά στον Ρέηγκαν και τους Μπους, έβαλε κι ο δημοκρατικός Κλίντον το χεράκι του στην αποδόμηση της οικονομίας των ΗΠΑ. Ήταν 12 Νοεμβρίου 1999, όταν το Κονγκρέσσο ψήφισε τον "Νόμο περί εκσυγχρονισμού των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών", πιο γνωστό ως "Νόμο Gramm-Leach-Bliley". Η ψήφιση αυτού του νόμου ήταν το αποτέλεσμα της τεράστιας πίεσης που ασκούσαν επί χρόνια οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες γενικώτερα, προκειμένου να ελαττωθεί η κεντρική ρύθμιση των εργασιών τους. Μ' αυτόν τον νόμο, λοιπόν, οι ενδιαφερόμενοι κεφαλαιοκράτες κατάφεραν αυτό που επιδίωκαν χρόνια και χρόνια: να καταργηθεί ο "Ν. G-S". Αλλά, ας γίνουμε σαφέστεροι.
Μετά το κραχ τού 1929, το κράτος προσπάθησε να εντοπίσει τις αιτίες που είχαν οδηγήσει στην κατάρρευση των αγορών, ώστε να θεσπίσει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να αποτραπεί η επανεμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Κορωνίδα των μέτρων που πάρθηκαν τότε, ήταν ο "Ν.G-S" τού 1933, στον οποίο στηρίχθηκε η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού οικοδομήματος των ΗΠΑ. Τί έκανε αυτός ο Νόμος; Επέβαλε τον σαφή διαχωρισμό των εμπορικών τραπεζών (δηλαδή, αυτών που σκοπός τους είναι να δανείζουν χρήματα) από τις τράπεζες επενδύσεων (δηλαδή, εκείνες που ασχολούνται με την πώληση ομολόγων, μετοχών και λοιπών παρόμοιων προϊόντων).
Με απλά λόγια, ο "Ν.G-S" διαχώρισε τους δυο τύπους τραπεζών που προαναφέραμε, ώστε να μην υπάρχουν πλέον συγκρούσεις συμφερόντων. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό, σκεφτείτε την περίπτωση μιας τράπεζας η οποία έχει δανείσει μια εταιρεία και ταυτόχρονα αναλαμβάνει την πώληση των μετοχών αυτής της εταιρείας ή την αναδοχή της κατά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι μια τέτοια τράπεζα όταν συστήνει στο επενδυτικό κοινό την αγορά των μετοχών του πελάτη της;
Όμως, ο "Ν.G-S" πέτυχε και κάτι περισσότερο: οι καταθέτες ήσαν σίγουροι ότι η εμπορική τράπεζα στην οποία εμπιστεύονταν τα χρήματά τους, δεν θα τοποθετούσε τις οικονομίες τους σε επενδύσεις υψηλού ρίσκου, κάτι που κάνουν κατά κόρον οι τράπεζες επενδύσεων, βάσει της αρχής που λέει ότι "η επίτευξη υψηλού κέρδους προϋποθέτει την ανάληψη υψηλού ρίσκου". Για να τονώσει την εμπιστοσύνη των καταθετών, ο "Ν.G-S" θέσπισε και την εγγύηση των καταθέσεων όσων αποταμίευαν τα χρήματά τους στις εμπορικές τράπεζες. Αφού, λοιπόν, το Δημόσιο αναλάμβανε τέτοιες εγγυήσεις, ασκούσε αυστηρούς ελέγχους στις εμπορικές τράπεζες, υποχρεώνοντάς τις να προσέχουν τον παραμικρό κίνδυνο.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι, 70 σχεδόν χρόνια μετά, ο "Ν.G-S" θα έπρεπε να αναθεωρηθεί. Δυστυχώς, όμως, υπό το πνεύμα τού φρηντμανισμού, δεν έγινε οποιαδήποτε αναθεώρηση αλλά πλήρης απορρύθμιση και διάλυση. Οι οπαδοί του νέου νόμου ισχυρίστηκαν ότι η ελεύθερη αγορά θα δημιουργούσε τις απαραίτητες ασπίδες προστασίας σε οποιαδήποτε προβλήματα. Αλλά, όπως γίνεται πάντοτε κατά την εφαρμογή των φρηντμανικών δοξασιών, τα σκάνδαλα που ξέσπασαν λίγα χρόνια αργότερα, απέδειξαν ότι η ελεύθερη αγορά είναι ανίκανη για οποιαδήποτε αυτοπροστασία.
Η σημαντικώτερη επίπτωση της κατάργησης του "Ν.G-S" ήταν πανεύκολο να προβλεφθεί: όταν οι εμπορικές τράπεζες άρχισαν να ανακατεύονται με τις επενδύσεις, επικράτησε η επενδυτική λογική. Δηλαδή: οι μέτοχοι απαιτούσαν υψηλά κέρδη και η επίτευξη υψηλών κερδών προϋπέθετε ανάληψη υψηλού κινδύνου και μεγάλης μόχλευσης(*). Παράλληλα, το παιχνίδι άρχισε να χοντραίνει τόσο, ώστε οι μικρού μεγέθους τράπεζες ήταν αδύνατον να συμμετάσχουν. Έτσι, μέσα σε μια πενταετία, το μερίδιο των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών αυξήθηκε από 8% σε 30%. Αυτή η τελευταία εξέλιξη εξανέμισε το μεγάλο πλεονέκτημα της τραπεζικής αγοράς των ΗΠΑ: τον ανταγωνισμό.
Μ' αυτά και μ' αυτά, λοιπόν, η εποχή τής διακυβέρνησης Κλίντον έφτανε στο τέλος της, στρώνοντας το έδαφος για την επιδρομή που θα ακολουθούσε από τον Μπους τζούνιορ και την παρέα του. Δυστυχώς, όμως, η οριστική αποχώρηση του ζωηρού σαξοφωνίστα από την κεντρική πολιτική σκηνή θα γινόταν μέσα στον μπουχό που θα σήκωνε το σκάσιμο της φούσκας των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, της γνωστής ως "φούσκας dot com"...
(*) Υπάρχουν πολλές μορφές μόχλευσης και γι' αυτήν θα μιλήσουμε σε επόμενο σημείωμα. Για την προσωρινή διευκόλυνση του αναγνώστη, ας πούμε ότι μόχλευση είναι η ανάληψη υποχρεώσεων πολλαπλάσιων τού διαθέσιμου κεφαλαίου. Να σημειώσουμε ότι κατά την κατάργηση τού "Ν.G-S", η μόχλευση των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών ήταν 29 προς 1 κι ενάμιση χρόνο αργότερα είχε εκτιναχτεί στο 40 προς 1.
Για να μη ρίχνουμε όλα τα στραβά στον Ρέηγκαν και τους Μπους, έβαλε κι ο δημοκρατικός Κλίντον το χεράκι του στην αποδόμηση της οικονομίας των ΗΠΑ. Ήταν 12 Νοεμβρίου 1999, όταν το Κονγκρέσσο ψήφισε τον "Νόμο περί εκσυγχρονισμού των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών", πιο γνωστό ως "Νόμο Gramm-Leach-Bliley". Η ψήφιση αυτού του νόμου ήταν το αποτέλεσμα της τεράστιας πίεσης που ασκούσαν επί χρόνια οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες γενικώτερα, προκειμένου να ελαττωθεί η κεντρική ρύθμιση των εργασιών τους. Μ' αυτόν τον νόμο, λοιπόν, οι ενδιαφερόμενοι κεφαλαιοκράτες κατάφεραν αυτό που επιδίωκαν χρόνια και χρόνια: να καταργηθεί ο "Ν. G-S". Αλλά, ας γίνουμε σαφέστεροι.
Μετά το κραχ τού 1929, το κράτος προσπάθησε να εντοπίσει τις αιτίες που είχαν οδηγήσει στην κατάρρευση των αγορών, ώστε να θεσπίσει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να αποτραπεί η επανεμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Κορωνίδα των μέτρων που πάρθηκαν τότε, ήταν ο "Ν.G-S" τού 1933, στον οποίο στηρίχθηκε η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού οικοδομήματος των ΗΠΑ. Τί έκανε αυτός ο Νόμος; Επέβαλε τον σαφή διαχωρισμό των εμπορικών τραπεζών (δηλαδή, αυτών που σκοπός τους είναι να δανείζουν χρήματα) από τις τράπεζες επενδύσεων (δηλαδή, εκείνες που ασχολούνται με την πώληση ομολόγων, μετοχών και λοιπών παρόμοιων προϊόντων).
Με απλά λόγια, ο "Ν.G-S" διαχώρισε τους δυο τύπους τραπεζών που προαναφέραμε, ώστε να μην υπάρχουν πλέον συγκρούσεις συμφερόντων. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό, σκεφτείτε την περίπτωση μιας τράπεζας η οποία έχει δανείσει μια εταιρεία και ταυτόχρονα αναλαμβάνει την πώληση των μετοχών αυτής της εταιρείας ή την αναδοχή της κατά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Πόσο αντικειμενική μπορεί να είναι μια τέτοια τράπεζα όταν συστήνει στο επενδυτικό κοινό την αγορά των μετοχών του πελάτη της;
Όμως, ο "Ν.G-S" πέτυχε και κάτι περισσότερο: οι καταθέτες ήσαν σίγουροι ότι η εμπορική τράπεζα στην οποία εμπιστεύονταν τα χρήματά τους, δεν θα τοποθετούσε τις οικονομίες τους σε επενδύσεις υψηλού ρίσκου, κάτι που κάνουν κατά κόρον οι τράπεζες επενδύσεων, βάσει της αρχής που λέει ότι "η επίτευξη υψηλού κέρδους προϋποθέτει την ανάληψη υψηλού ρίσκου". Για να τονώσει την εμπιστοσύνη των καταθετών, ο "Ν.G-S" θέσπισε και την εγγύηση των καταθέσεων όσων αποταμίευαν τα χρήματά τους στις εμπορικές τράπεζες. Αφού, λοιπόν, το Δημόσιο αναλάμβανε τέτοιες εγγυήσεις, ασκούσε αυστηρούς ελέγχους στις εμπορικές τράπεζες, υποχρεώνοντάς τις να προσέχουν τον παραμικρό κίνδυνο.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι, 70 σχεδόν χρόνια μετά, ο "Ν.G-S" θα έπρεπε να αναθεωρηθεί. Δυστυχώς, όμως, υπό το πνεύμα τού φρηντμανισμού, δεν έγινε οποιαδήποτε αναθεώρηση αλλά πλήρης απορρύθμιση και διάλυση. Οι οπαδοί του νέου νόμου ισχυρίστηκαν ότι η ελεύθερη αγορά θα δημιουργούσε τις απαραίτητες ασπίδες προστασίας σε οποιαδήποτε προβλήματα. Αλλά, όπως γίνεται πάντοτε κατά την εφαρμογή των φρηντμανικών δοξασιών, τα σκάνδαλα που ξέσπασαν λίγα χρόνια αργότερα, απέδειξαν ότι η ελεύθερη αγορά είναι ανίκανη για οποιαδήποτε αυτοπροστασία.
Η σημαντικώτερη επίπτωση της κατάργησης του "Ν.G-S" ήταν πανεύκολο να προβλεφθεί: όταν οι εμπορικές τράπεζες άρχισαν να ανακατεύονται με τις επενδύσεις, επικράτησε η επενδυτική λογική. Δηλαδή: οι μέτοχοι απαιτούσαν υψηλά κέρδη και η επίτευξη υψηλών κερδών προϋπέθετε ανάληψη υψηλού κινδύνου και μεγάλης μόχλευσης(*). Παράλληλα, το παιχνίδι άρχισε να χοντραίνει τόσο, ώστε οι μικρού μεγέθους τράπεζες ήταν αδύνατον να συμμετάσχουν. Έτσι, μέσα σε μια πενταετία, το μερίδιο των πέντε μεγαλύτερων τραπεζών αυξήθηκε από 8% σε 30%. Αυτή η τελευταία εξέλιξη εξανέμισε το μεγάλο πλεονέκτημα της τραπεζικής αγοράς των ΗΠΑ: τον ανταγωνισμό.
Μ' αυτά και μ' αυτά, λοιπόν, η εποχή τής διακυβέρνησης Κλίντον έφτανε στο τέλος της, στρώνοντας το έδαφος για την επιδρομή που θα ακολουθούσε από τον Μπους τζούνιορ και την παρέα του. Δυστυχώς, όμως, η οριστική αποχώρηση του ζωηρού σαξοφωνίστα από την κεντρική πολιτική σκηνή θα γινόταν μέσα στον μπουχό που θα σήκωνε το σκάσιμο της φούσκας των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, της γνωστής ως "φούσκας dot com"...
(*) Υπάρχουν πολλές μορφές μόχλευσης και γι' αυτήν θα μιλήσουμε σε επόμενο σημείωμα. Για την προσωρινή διευκόλυνση του αναγνώστη, ας πούμε ότι μόχλευση είναι η ανάληψη υποχρεώσεων πολλαπλάσιων τού διαθέσιμου κεφαλαίου. Να σημειώσουμε ότι κατά την κατάργηση τού "Ν.G-S", η μόχλευση των μεγάλων επενδυτικών τραπεζών ήταν 29 προς 1 κι ενάμιση χρόνο αργότερα είχε εκτιναχτεί στο 40 προς 1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.