Η δεύτερη τετραετία Σημίτη ήταν μια σκέτη απογοήτευση για τον πάλαι ποτέ φέρελπι πολιτικό. Όλες οι μεγάλες ιδέες περί εκσυγχρονισμού και συγκρούσεων πέρασαν στα αζήτητα. Τα πανηγύρια για την ένταξη στην ΟΝΕ ξεφούσκωσαν και πουθενά δεν φαινόταν η παραμικρή προσπάθεια για την υλοποίηση των κριτηρίων που είχε θεσπίσει η συνθήκη της Λισσαβώνας. Οι τομείς της τεχνολογίας, της έρευνας, της καινοτομίας, της αύξησης της απασχόλησης και όλοι εν γένει οι τομείς που απαιτούσαν δραστηριοποίηση (πάντοτε στα πλαίσια του ευρωμονόδρομου, ο οποίος αποτελούσε ήδη την εκφρασμένη αστική επιλογή όλων των τελευταίων κυβερνήσεων) παρέμεναν μακρυά από κάθε κυβερνητική δραστηριότητα.
Η αδράνεια του Σημίτη άνοιξε τον δρόμο στις νεοσυντηρητικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν στο ΠΑΣΟΚ. Στο κόμμα που κάποτε στηριζόταν σε Γεννηματά, Τρίτση και Μελίνα, τώρα έκαναν κουμάντο Πάγκαλος, Βενιζέλος και Βάσω Παπανδρέου, ενώ ανάμεσά τους παλινωδούσε μπλεγμένος με τους εξοπλισμούς και ο Τσοχατζόπουλος. Παράλληλα, αυτή η συμπεριφορά έδωσε στον κόσμο την εντύπωση ότι αυτό είναι ο εκσυγχρονισμός τον οποίο ευαγγελιζόταν ο Σημίτης με την ομάδα του. Μόνο που έτσι το ΠΑΣΟΚ έπαιζε εκτός έδρας, αφού το γήπεδο του νεοσυντηρητισμού ήταν η παλιά και ιστορική έδρα της Νέας Δημοκρατίας.
Πάντως, σ' αυτή την βαρετή τετραετία συνέβη το εξαιρετικό γεγονός της μετάβασης από την δραχμή στο ευρώ. Από την πρωτοχρονιά του 2001 οι έλληνες συναλλάσσονταν με το ίδιο νόμισμα που χρησιμοποιούσαν γερμανοί, ιταλοί, γάλλοι κι αρκετοί ακόμα ευρωπαίοι. Η έλευση του ευρώ δημιούργησε έκρηξη πληθωρισμού στην ευρωζώνη, αφού παντού οι έμποροι βρήκαν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν με την μετατροπή. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εμφανίστηκε σε Ελλάδα και Ιταλία, μιας και η δραχμή και -πολύ περισσότερο- η λιρέττα αποτελούσαν ελάχιστο υποπολλαπλάσιο του ευρώ. Και στις δυο αυτές χώρες, μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες, παρατηρήθηκε μια ανυπόφορη πίεση στα χαμηλά λαϊκά εισοδήματα.
Τέλη του 2001 ο Σημίτης κάνει μια προσπάθεια να αντιστρέψει το κακό κλίμα, αντικαθιστώντας τον Παπαντωνίου με τον Χριστοδουλάκη. Είναι αλήθεια ότι ο Χριστοδουλάκης, αν και ξένο σώμα στο ΠΑΣΟΚ, προσπάθησε να εφαρμόσει κάποιες καινούργιες ιδέες, αλλά οι συνθήκες δεν ευνοούσαν ρήξεις και ανατροπές. Εξ άλλου, όσες ρηξικέλευθες προτάσεις κι αν είχε ο νέος υπουργός, πώς θα τις προωθούσε με έναν άτολμο πρωθυπουργό πάνω από το κεφάλι του;
Όσο κι αν ο Γιάννης Πρετεντέρης προσπαθεί να "αγιοποιήσει" τον Σημίτη (στο βιβλίο του "Η Δεύτερη Μεταπολίτευση"), η ιστορική αλήθεια είναι ότι ο "κύριος καθηγητής" απεδείχθη λίγος ως πρωθυπουργός και δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει καμμία από τις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν, όπως π.χ. η ένταξη στην ΟΝΕ, η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, η εξάρθρωση της "17 Νοέμβρη" και η πανευρωπαϊκή συντηρητική στροφή που παρατηρήθηκε μετά το χτύπημα στους "δίδυμους πύργους" στις 11/9/2001. Ένας Ανδρέας Παπανδρέου, για παράδειγμα, θα είχε πιάσει όλες αυτές τις ευκαιρίες από τα μαλλιά για να περάσει τις επιλογές του. Ο Σημίτης τις παρακολουθούσε, ως απλός θεατής.
Το τελειωτικό χτύπημα στον σημιτικό εκσυγχρονισμό δεν άργησε να έλθει. Τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ (κυρίως τα δευτεροκλασσάτα) αποδύθηκαν σε ένα άνευ προηγουμένο φαγοπότι, με αφορμή τα έργα που γίνονταν για τους Αγώνες. Παράλληλα, οι επιχειρηματίες σπρώχνονταν για να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα. Απέναντί τους, ο κόσμος έβλεπε εκατομμύρια να αλλάζουν χέρια, χωρίς να αλλάζει κάτι στην δύσκολη καθημερινότητά του. Η δυσφορία προς την κυβέρνηση διαρκώς μεγάλωνε.
Κάπου εκεί, ξύπνησε και η Νέα Δημοκρατία από τον λήθαργό της. Έκανε παντιέρα τα σκάνδαλα και τις διαπλοκές ενώ θυμήθηκε και την ιστορία με το χρηματιστήριο. Παρ' ότι, όμως, αναλώθηκε σε γενικότητες και ποτέ δεν παρουσίασε ούτε συγκεκριμένες κατηγορίες κατά της κυβέρνησης ούτε συγκεκριμένο πρόγραμμα για το μέλλον, το δένδρο του Σημίτη ήταν τόσο κούφιο ώστε δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να σωριαστεί. Ημέρα με την ημέρα γινόταν όλο και πιο σαφές ότι οι επόμενες εκλογές θα έστελναν το ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση. Μυστική δημοσκόπηση, την οποία παράγγειλε το κυβερνών κόμμα λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2003, έδινε προβάδισμα οκτώ μονάδων στην Νέα Δημοκρατία.
Ο Σημίτης δεν θα καθόταν να γευτεί μια εκλογική ήττα. Αρχές Ιανουαρίου του 2004 παρέδωσε την ηγεσία του κόμματος στον Γιώργο Παπανδρέου και διατήρησε μόνο τον πρωθυπουργικό θώκο μέχρι τις εκλογές. Ο Γιώργος δεν άργησε να τα κάνει ρόιδο: εκεί που όλοι περίμεναν ανυπόμονα μια "μαγική κίνηση" από τον νέο αρχηγό, εκείνος έβαλε στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ τους νεοφιλελεύθερους μητσοτακικούς υπουργούς Μάνο και Ανδριανόπουλο και τους αριστεροτραφείς Ανδρουλάκη και Δαμανάκη.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, πλήρως εγκατελειμένος από τον Σημίτη και την ομάδα των "εκσυγχρονιστών", αναγκάστηκε να πάει στις εκλογές "ως πρόβατον επί σφαγή". Ο Σημίτης έγραψε αργότερα στο βιβλίο του ότι εκείνες οι εκλογές χάθηκαν από λάθη της ηγεσίας στην προεκλογική περίοδο. Η μικρότητά του δεν του επέτρεψε ποτέ να παραδεχτεί ότι η ευθύνη της ήττας οφειλόταν αποκλειστικά στην δική του τετραετή αβελτηρία.
Είτε έτσι είτε αλλοιώς, στις 7 Μαρτίου 2004 η Νέα Δημοκρατία κέρδισε την εκλογική μάχη με 5 μονάδες διαφορά. Ήταν η σειρά του Κώστα Καραμανλή να γίνει πρωθυπουργός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.