Μια από τις μεγαλύτερες αλήθειες είναι ότι «η ιστορία αποτελεί τον καλύτερο δάσκαλο». Υπ’ αυτό το πρίσμα, λοιπόν και με δεδομένο ότι τον τελευταίο καιρό ακούμε συχνά-πυκνά για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε η Αργεντινή και για την σχέση αυτής της χώρας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμο να δούμε τι ακριβώς έγινε σ’ αυτή την χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Η Αργεντινή ήταν μια αναπτυγμένη χώρα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι π.χ. χαρακτηριστικό ότι το μετρό του Μπουένος Άιρες άνοιξε το 1913 ενώ και σήμερα, μετά από τόσα προβλήματα, η Αργεντινή καταλαμβάνει την 23η θέση στο κόσμο με βάση το ακαθάριστο εθνικό της προϊόν. Παρόλα αυτά, το 2001 η χώρα χρεωκόπησε. Μεγάλες επιχειρήσεις έκλεισαν και οι τράπεζες πάγωσαν τις καταθέσεις των πολιτών που ξεσηκώθηκαν.
Το εξωτερικό χρέος αποτέλεσε βασική αιτία της οικονομικής κρίσης. Η υπερχρέωση της χώρας ξεκίνησε στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Χόρχε Βιντέλα (Jorge Rafael Videla Redondo, 1976-1983), που ευθύνεται για το θάνατο 30 χιλιάδων πολιτικών της αντιπάλων - των περίφημων "desaparecidos" (εξαφανισμένων). Για να γίνει δημοφιλής η χούντα, δανείστηκε χρήματα από το εξωτερικό. Παράλληλα, το 1982 ξεκίνησε ένα πόλεμο με την Μεγάλη Βρετανία για την ανάκτηση της κυριαρχίας των Μαλβίνων Νήσων (Φώκλαντς, κατά τους Άγγλους), ο οποίος επιτάχυνε την πτώση της. Το 1983 ανέλαβε την προεδρία ο Ραούλ Αλφονσίν (Raúl Ricardo Alfonsín, 1983-1989), ο οποίος πήρε μέτρα για τον εκδημοκρατισμό της χώρας, όμως στον οικονομικό τομέα έδωσε προτεραιότητα στην αποπληρωμή του χρέους, ακολουθώντας τις επιταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Το 1989, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, ο πρόεδρος Αλφονσίν αναγκάστηκε να παραιτηθεί 5 μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του. Αλλά τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα με την εκλογή τού –περονιστή- Κάρλος Μένεμ (Carlos Saúl Menem, 1989-1999). Ο νέος πρόεδρος αθέτησε όλες τις υποσχέσεις του, υιοθετώντας τις πιο ακραίες συνταγές του νεοφιλελευθερισμού. Στην διάρκεια της δεκαετούς προεδρικής του θητείας ιδιωτικοποίησε την οικονομία της χώρας, ξεπουλώντας έναντι πινακίων φακής την κρατική περιουσία. Η πρώτη από τις δέκα εντολές της κυβέρνησης ήταν: "τίποτα δεν θα παραμείνει στο κράτος"!
Η δεκαετία Μένεμ διέφθειρε το πολιτικό σύστημα και την δικαιοσύνη, την οποία ο πρόεδρος της Αργεντινής χρησιμοποίησε για να κουκουλώσει δεκάδες σκάνδαλα. Ακόμα δεν έχει τελειώσει η δικαστική διερεύνηση για μια παρακρατική-τρομοκρατική υπόθεση του 1995 (η έκρηξη στο πολεμικό εργοστάσιο του Ρίο Τερκέρο, κοντά στην Κόρδοβα) που στοίχισε την ζωή σε 7 άτομα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η έκρηξη οργανώθηκε από ανθρώπους του προέδρου και ο ίδιος συμμετείχε στην οργάνωση της επιχείρησης ώστε να καταστραφούν στοιχεία για παράνομες πωλήσεις όπλων στην Κροατία και τον Ισημερινό.
Σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, η δεκαετία Μένεμ αποδείχθηκε καταστροφική. Η ισχυρή μεσαία τάξη της χώρας σχεδόν διαλύθηκε προς όφελος των πλουσίων που έγιναν πλουσιότεροι, ενώ οι φτωχοί πολλαπλασιάστηκαν. Το 60% του πληθυσμού βρέθηκε να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και το 20% σε συνθήκες απόλυτης μιζέριας. Από το κλείσιμο των επιχειρήσεων η ανεργία έφτασε στο 20%. Με την σειρά της η μείωση των θέσεων εργασίας είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εργατικών διεκδικήσεων αλλά και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων σε μια χώρα με μεγάλη παράδοση εργατικού κινήματος και προοδευτική εργατική νομοθεσία.
Αποδυναμωμένος από τα συνεχή σκάνδαλα ο Μένεμ αποχώρησε το 1999 για να δώσει την θέση του στον Φερνάντο Ντε λα Ρούα (Fernando de la Rúa, 1999-2001), ο οποίος ανήκε στο -αντίπαλο των περονιστών- Ριζοσπαστικό Κόμμα. Ο Ντε λα Ρούα είχε κατέβει στις εκλογές με μια σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα που προέβλεπε μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους, αλλά με την ανάληψη της προεδρίας αθέτησε όλες τις υποσχέσεις του, συνεχίζοντας κατά βάση την πολιτική του Μένεμ.
Η οικονομική κρίση έφτασε στο απόγειο της το 2001 παράλληλα με την διόγκωση του εξωτερικού χρέους το οποίο η χώρα αδυνατούσε να αποπληρώσει. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς οι Τράπεζες πάγωσαν τις καταθέσεις προκαλώντας βίαιες αντιδράσεις και μια εξέγερση η οποία ανάγκασε σε παραίτηση τον πρόεδρο Ντε λα Ρούα, ο οποίος προηγουμένως είχε προσπαθήσει να κρατηθεί στην εξουσία κηρύσσοντας τον στρατιωτικό νόμο. Το διεθνές «οικονομικό θαύμα» (σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, θυμίζω) είχε χρεωκοπήσει. Μετά την παραίτηση του Ντε λα Ρούα θα ορκισθούν διαδοχικά 3 πρόεδροι σε λιγότερο από 2 εβδομάδες(!), ώσπου ο Εντουάρντο Ντουάλντε, τέταρτος κατά σειρά , καταφέρνει να σχηματίσει μια μεταβατική κυβέρνηση η οποία το 2003 οργανώνει προεδρικές εκλογές με νικητή τον Νέστορα Κίρσνερ (Néstor Carlos Kirchner, 2003-2007). Η οικονομική κατάρρευση παρέσυρε και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας. Το Ριζοσπαστικό και το Περονικό, τα δύο κόμματα που ουσιαστικά κυβερνούσαν την χώρα τον τελευταίο αιώνα στα διαλείμματα των στρατιωτικών δικτατοριών, βρέθηκαν σε μεγάλη κρίση από την οποία δεν έχουν βγεί ούτε και σήμερα (το Κομμουνιστικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχουν πολύ μικρή επιρροή).
Ο Νέστωρ Κίρσνερ προέρχεται από την παλιά σοσιαλδημοκρατική πτέρυγα των Περονιστών αλλά η έναρξη της θητείας του το 2003 συνδυάστηκε με μια σειρά τομές με το παρελθόν. Κυριότερη τομή ήταν η αλλαγή της υποτελούς τακτικής απέναντι στην Παγκόσμια Τράπεζα και την Ουάσιγκτων. Ο Κίρσνερ αμφισβήτησε ένα μέρος του εξωτερικού χρέους,ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για το υπόλοιπο και -το κυριότερο- αγνόησε τις επιταγές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δίνοντας βάρος στις δημόσιες επενδύσεις και προσοχή στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που είχε δημιουργήσει η νεοφιλελεύθερη πολιτική των προκατόχων του. Ο «Κιρσνερισμός» (όπως απεκλήθη αυτή η πολιτική) αγκαλιάστηκε γρήγορα από τον κόσμο.
Χάρη σε μια σειρά ευνοϊκές διεθνείς οικονομικές συγκυρίες (όπως η άνοδος των τιμών των αγροτικών προϊόντων) αλλά και στην συμμαχία με την Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβεζ (που έσπευσε να βοηθήσει), η οικονομία ξαναπήρε μπροστά με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης που έφτασαν στο 8% . Παρ’ ότι εξαιρετικά δημοφιλής ο Κίρσνερ δεν έθεσε υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του 2007, παραχωρώντας την θέση του υποψηφίου στην γυναίκα του, γνωστή δικηγόρο και μέλος της Γερουσίας. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς η Κριστίνα Φερνάντεζ-Κίρσνερ (Cristina Elizabet Fernández de Kirchner, 2007-) εκλέχθηκε πανηγυρικά πρόεδρος της χώρας , με τους ψήφους του κόμματος «Μέτωπο της Νίκης», το οποίο είχε ιδρύσει ο σύζυγος της.
Η πρώτη γυναίκα πρόεδρος στην ιστορία της Αργεντινής ακολουθεί την πολιτική του συζύγου της τόσο στην εξωτερική πολιτική όσο και στην εσωτερική, δίνοντας βάρος στις δημόσιες επενδύσεις και παίρνοντας πίσω κρατικές επιχειρήσεις που είχαν ιδιωτικοποιηθεί την δεκαετία του 90. Μια από τις σημαντικότερες κινήσεις της ήταν η επανακρατικοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων που είχαν ιδιωτικοποιηθεί (είτε ευθέως είτε μέσω ομολόγων που παίζονταν στο παγκόσμιο χρηματιστηριακό καζίνο). Η κυρία Φερνάντεζ χαρακτήρισε την ιδιωτικοποίηση των ταμείων -που είχε εγκαινιάσει στην Λατινική Αμερική η δικτατορία του Πινοσέτ στην Χιλή- ως «λεηλασία».
Η νέα πρόεδρος έχει ακόμη υποσχεθεί ότι θα αποκαταστήσει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των διαχωρισμό των εξουσιών (σημ.: ο σύζυγος της, λόγω της έκτακτης κατάστασης, κυβερνούσε συχνά με διατάγματα) και θα δημιουργήσει ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα «στους αντίποδες του μοντέλου διανομής των πόρων και του πλούτου που επικράτησαν την δεκαετία του 90 κάτω από την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού». Το βέβαιο είναι ότι παρ’ ότι δεν έχουν ούτε και σήμερα ανατραπεί τα αποτελέσματα από την καταστροφική πολιτική της δεκαετίας του 90, η ζωή για τους Αργεντίνους έχει βελτιωθεί.
Αυτά γράφει η Ιστορία. Δυστυχώς, όμως, φοβούμαι ότι οι δικοί μας πολιτικοί θεωρούν εαυτούς "αυτόφωτους ήλιους" και δεν αισθάνονται την ανάγκη να αναδιφήσουν στα κιτάπια της δόλιας της Ιστορίας. Υποψιάζομαι ότι θα δοκιμάσουν την μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής τους αν ποτέ μάθουν ότι στα περισσότερα προβλήματά τους υπάρχουν δοκιμασμένες λύσεις και έτοιμες απαντήσεις από την εποχή του Θουκυδίδη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Με την ελπίδα ότι ο γνωστός ΗΛΙΘΙΟΣ δεν θα επανέλθει, τα σχόλια δημοσιεύονται πλέον χωρίς έγκριση.