Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

3 Απριλίου 2018

Η κατά Βάρναλη Μάνα του Χριστού

Επόμενος σταθμός στο μεγαλοβδομαδιάτικο ποιητικό μας περιδιάβασμα, το "Φως που καίει", του Κώστα Βάρναλη. Δεν χρειάστηκε να ξοδέψω πολύ χρόνο για να αποφασίσω ποιο κομμάτι να επιλέξω, ανάμεσα στα πολλά ποιήματα που έχει γράψει ο Βάρναλης για την μεγάλη εβδομάδα. Μπορεί να μη με εκπλήσσει πλέον η στιχουργική άνεση και η κοφτερή σαν ξυράφι γλώσσα του αλλά εξακολουθώ να θαυμάζω ανυπόκριτα τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα του: η κατά Βάρναλη "Μάνα του Χριστού" είναι ίσως η πιο ανθρώπινη της λογοτεχνίας μας. Αντιγράφω από την συγκεντρωτική έκδοση "Κώστας Βάρναλης: Άπαντα τα ποιητικά 1904-1975" (Κέδρος, 2014):


Η Μάνα του Χριστού

Κώστας Βάρναλης - Αίγινα, 1931
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!

Ενα κόκκινο σπίτι σ' αυλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι αμ' ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν’ ανασαίνει βαθιά τ' όλο κέδρον αγέρι.

Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.

Κι ο κατόχρονος θάνατος θά 'φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά 'φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μαύρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει σαν της παίρνουν το τέκνο η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Μάριος Βάρβογλης
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι όσο η γήλιος να πέσει και νά 'ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ' οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;", τί πες "Νά 'μαι";
Αχ, δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα!

2 σχόλια:

Μυλοπέτρος είπε...

Γιατί αραγε καθε που το διαβαζω βουρκώνω;
Σε ευχαριστώ.

Σεχταρ ο Τρομερός είπε...

"...Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα!"

...αλλά, όταν σε μάθω, θάναι η Δευτέρα Παρουσία!
(με πιάνεις, θοδωρή;)

"Χριστός Ανέστη", λοιπόν και ...μαγκιά του!
Σε όλους μας!